Διδάγματα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι κίνδυνοι συναλλαγματικών μαχών, ανάπτυξη και εθνικό νόμισμα, οι τέσσερις πυλώνες του ΑΕΠ, καθώς επίσης η λύση του μερικού παγώματος δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, σε περιβάλλον ελεγχόμενου πληθωρισμού...
Αργά ή γρήγορα, τα υπερβολικά χρέη «δυναμιτίζουν» την ανάπτυξη, «υπονομεύουν» τις επενδύσεις, «παράγουν» ανεργία και «αδυνατίζουν» επικίνδυνα τα νομίσματα – τα μέσα ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών δηλαδή. Όπως έλεγε όμως ο J.M.Keynes: “Ο Lenin είχε ασφαλώς δίκιο. Δεν υπάρχει πιο ύπουλο, πιο σίγουρο, πιο ισχυρό μέσον ανατροπής της υπάρχουσας βάσης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του πολιτεύματος της, από τη διάβρωση του νομίσματος της. Η διαδικασία επιστρατεύει όλες τις κρυφές δυνάμεις του οικονομικού νόμου, προς την κατεύθυνση της καταστροφής – κάτι που ούτε ένας άνθρωπος στο εκατομμύριο δεν μπορεί να διαγνώσει”.
Ανάλυση
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δεν τελείωσε με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, αλλά με μία παύση των εχθροπραξιών - με μία από κοινού απόφαση δηλαδή να σταματήσουν οι μάχες, έτσι ώστε να υπάρξει χρόνος διαπραγμάτευσης μίας συμφωνίας ειρήνης, η οποία να ικανοποιεί τόσο τους αναμφίβολους νικητές (Μ. Βρετανία, Γαλλία), όσο και τους ηττημένους (Γερμανία, Αυστρία).
Σκοπός των έντονων συζητήσεων που ακολούθησαν στο Παρίσι δεν ήταν μόνο ο καθορισμός των πολεμικών αποζημιώσεων, τις οποίες θα έπρεπε να πληρώσουν υποχρεωτικά οι Γερμανοί στις συμμαχικές δυνάμεις αλλά, κυρίως, τα τεράστια στην κυριολεξία χρέη που είχαν συσσωρευτεί μεταξύ των συμμάχων - τα οποία εμπόδιζαν τη βιομηχανία, το εμπόριο, καθώς επίσης το χρηματοπιστωτικό σύστημα να λειτουργήσει.
Η μία δυνατότητα, η οποία δεν ερευνήθηκε αρκετά, ήταν η διαγραφή των συνολικών πολεμικών χρεών, έτσι ώστε να ξεκινήσει το «σύστημα» από την αρχή. Στα πλαίσια αυτά, αν και η Γαλλία, καθώς επίσης η Μ. Βρετανία, δεν ήταν πρόθυμες να διαγράψουν τις οφειλές της Γερμανίας απέναντι τους, η προοπτική να «αποσβεσθούν» και οι δικές τους υποχρεώσεις (η Μ. Βρετανία όφειλε 4,7 δις $ στις Η.Π.Α., ενώ η Γαλλία 3 δις $ στη Μ. Βρετανία και 4 δις $ στις Η.Π.Α.), «συνηγορούσε» υπέρ αυτής της λύσης - πόσο μάλλον όταν οι υπερβολικά μεγάλες απαιτήσεις και των δύο χωρών, απέναντι στην επαναστατημένη πλέον Ρωσία, ήταν αδύνατον να εξοφληθούν (η χρεοκοπημένη Ιταλία δεν μπορούσε επίσης να ανταπεξέλθει με τα δάνεια που είχε λάβει).
Η άλλη δυνατότητα, η οποία δυστυχώς επιλέχθηκε τελικά, ήταν η προσπάθεια επίλυσης της κρίσης χρέους, μέσω της εξόφλησης των πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας - όπου οι Βρετανοί, οι Βέλγοι και οι Γάλλοι απαίτησαν τεράστια ποσά, παρά το ότι οι Η.Π.Α. (όπως επίσης ο Keynes) ήταν αντίθετες, επιθυμώντας πολύ λογικά να ληφθούν υπ' όψιν οι ρεαλιστικές δυνατότητες της Γερμανίας να πληρώσει.
Η θλιβερή, η οδυνηρή καλύτερα συνέχεια, είναι σε όλους μας γνωστή: η προσπάθεια πληθωριστικής αντιμετώπισης του προβλήματος της υπερχρέωσης, ο υπερπληθωρισμός στη Γερμανία, η Μεγάλη Ύφεση στις Η.Π.Α., η άνοδος του ναζισμού στην Ευρώπη, ο πρώτος συναλλαγματικός πόλεμος (1921-1937) και ο δεύτερος παγκόσμιος.
Ειδικά όσον αφορά τους συναλλαγματικούς πολέμους (όπως φαίνεται, σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με τον τρίτο κατά σειρά- ο δεύτερος τοποθετείται μεταξύ 1967 και 1987), οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, συνήθως ξεκινούν σε εποχές μειωμένης εσωτερικής ζήτησης από χώρες, οι οποίες πλήττονται από υψηλή ανεργία, ασθενική ανάπτυξη ή ύφεση, καταπονημένο χρηματοπιστωτικό κλάδο και ελλειμματικά ισοζύγια.
Κάτω από αυτές τις (αντίξοες) συνθήκες, είναι αδύνατον να επιτευχθεί ανάπτυξη μέσω παρεμβάσεων στην εσωτερική αγορά - με αποτέλεσμα να απομένει ως μοναδική λύση η άνοδος της οικονομίας μέσα από την αύξηση των εξαγωγών, με τη βοήθεια της υποτίμησης του εκάστοτε εθνικού νομίσματος.
Σήμερα, οι χώρες που έχουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία προκάλεσαν τον τρίτο συναλλαγματικό πόλεμο (ξεκίνησε ουσιαστικά μετά το 2000, με τη ραγδαία υποτίμηση του δολαρίου απέναντι στο ευρώ, το δεύτερο αποθεματικό πλέον νόμισμα στον πλανήτη),
είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία – ολόκληρη η Δύση λοιπόν, με την Ιαπωνία να ευρίσκεται σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία καταστροφική, αλυσιδωτή πυρηνική έκρηξη, με εξαιρετικά επικίνδυνες παγκόσμιες επιπτώσεις.
Ειδικότερα, η αυξανόμενη εκτύπωση χρημάτων, η οποία συνεχίζεται εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, με στόχο την καταπολέμηση της υπερεικοσαετούς ύφεσης, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει στην κατάρρευση της χώρας, το δημόσιο χρέος της οποίας ξεπερνάει το 230% του ΑΕΠ της – μέσα από την σταδιακή αύξηση των μηδενικών σχεδόν σήμερα επιτοκίων δανεισμού της, η οποία φαίνεται από την κλιμάκωση της απόδοσης των δεκαετών ομολόγων τις τελευταίες ημέρες.
Με το γεν σε ελεύθερη πτώση, πολλοί υποθέτουν πως
οι επενδυτές, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της Ιαπωνίας, θα χάσουν σύντομα την εμπιστοσύνη τους στη φερεγγυότητα της κυβέρνησης. Η ενδεχόμενη τότε μαζική απόδραση από τα ομόλογα του δημοσίου θα πίεζε ακόμη περισσότερο το γεν – με αποτέλεσμα να βυθιστεί η χώρα σε μία συναλλαγματική κρίση τέτοιου μεγέθους, ικανού να συμπαρασύρει ολόκληρο τον πλανήτη.
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Αρκετοί θεωρούν ότι, η ενδεχόμενη επιστροφή μίας υπερχρεωμένης χώρας της Ευρωζώνης στο εθνικό της νόμισμα, θα μπορούσε να υποβοηθήσει την ανάπτυξη της - κυρίως μέσω της υποτίμησης και των αυξημένων εξαγωγών που θα προκαλούσε, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού. Φυσικά συνοδεύουν την τοποθέτηση τους αυτή με την, μονομερή στην ανάγκη, διαγραφή των επαχθών χρεών - αυτών δηλαδή που προήλθαν είτε από τη διαφθορά των κυβερνώντων, είτε από τα «τοκογλυφικά» επιτόκια δανεισμού, είτε από τη μη χρησιμοποίηση των δανείων, προς όφελος του συνόλου των πολιτών.
Αν και δεν θα επεκταθούμε στο θέμα του επαχθούς χρέους, αφού το έχουμε ήδη αναλύσει στο
άρθρο μας για τον Ισημερινό, είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι,
το δημόσιο εξωτερικό χρέος, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι πλέον σε μη μετατρέψιμα ευρώ, μετά την υπογραφή του PSI - ενώ, εκτός από το δημόσιο εξωτερικό, υπάρχει και το ιδιωτικό εξωτερικό (τράπεζες, ασφάλειες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), το οποίο δεν θα ήταν προφανώς καθόλου εύκολο να διαγραφεί (πόσο μάλλον να πληρωθεί).
Οφείλουμε επίσης να υπενθυμίσουμε πως, όταν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο υπήρξαν αμφιβολίες, σχετικά με τις δυνατότητες της Γερμανίας να εξοφλήσει τα χρέη της, οι Γάλλοι εισέβαλλαν στρατιωτικά στα εδάφη της - κατάσχοντας τις βιομηχανίες και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία των περιοχών, στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Δυστυχώς, κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα, με την οικονομική «κατάληψη» των υπουργείων, καθώς επίσης άλλων δημοσίων υπηρεσιών, να έχει πάρει τη θέση της στρατιωτικής εισβολής.
Όσον αφορά τώρα την ενδεχόμενη υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος και την ανάπτυξη που προκαλεί, μέσω των εξαγωγών, θα πρέπει να έχουμε υπ' όψιν ότι μία χώρα, η οποία υποτιμάει το νόμισμα της, περπατάει κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού - αφού οι τιμές των εξαγομένων προϊόντων της φθηναίνουν μεν αλλά, ταυτόχρονα, ακριβαίνουν οι τιμές των εισαγομένων.
Στο σημείο αυτό εάν κατανοήσουμε ότι, η παραγωγή των περισσοτέρων εγχώριων προϊόντων απαιτεί σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενες πρώτες ύλες (πετρέλαιο, ορυκτά, μέταλλα κλπ.), καθώς επίσης μηχανήματα ή άλλα βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία πληρώνονται με συνάλλαγμα (συνήθως δολάριο), τότε θα διαπιστώσουμε πως η υποτίμηση δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα - αλλά κάποια ανάλογα με την εσωτερική υποτίμηση (μειώσεις μισθών), η οποία επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, κατ' εντολή του ΔΝΤ.
Η μοναδική διαφορά είναι ίσως το ότι, η μείωση των πραγματικών μισθών μέσω της υποτίμησης του νομίσματος(πληθωρισμός, περιορισμός της αγοραστικής αξίας), είναι ευκολότερο να επιβληθεί σε μία κοινωνία – σε αντίθεση με τη μείωση των ονομαστικών αμοιβών (εσωτερική υποτίμηση), η οποία συνήθως συνοδεύεται από μεγάλες αντιδράσεις των εργαζομένων.
Ακόμη και αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η «επιστροφή» μίας χώρας στο εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης η υποτίμηση του δεν θα προκαλούσε υπερπληθωρισμό (τον οποίο συνήθως ακολουθεί η απορρύθμιση, η κατάρρευση και τα πάσης φύσεως πραξικοπήματα), όλα τα παραπάνω είναι, στην καλύτερη περίπτωση, καλοπροαίρετες μεν, αλλά ανόητες και ανώριμες «ασκήσεις επί χάρτου» - ευχολόγια ίσως. Στη χειρότερη περίπτωση δε, πολιτική δημαγωγία, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και διασπορά ψευδών ελπίδων - είτε με απώτερο στόχο τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Πολιτών, είτε την υπεξαίρεση της ψήφου τους.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Συνεχίζοντας, θεωρούμε απαραίτητη τη μεθοδική ανάλυση των «συντελεστών» ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) μίας χώρας, έτσι ώστε να μην περιοριζόμαστε σε ευχολόγια και σε κενά, άνευ περιεχομένου λόγια – ειδικά επειδή αποτελεί πλέον τη μαγική λέξη, η οποία χρησιμοποιείται από όλους και για όλα, τις περισσότερες φορές εντελώς ανεύθυνα και δημαγωγικά.
Στα πλαίσια αυτά είναι γνωστό ότι, τα τέσσερα βασικά στοιχεία του ακαθάριστού εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) είναι η ιδιωτική κατανάλωση (Κ), οι μικτές επενδύσεις (Ε), οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου (Δ), καθώς επίσης η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών (Εξ-Εισ.). Πρόκειται λοιπόν για την παρακάτω μαθηματική εξίσωση:
ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές - Εισαγωγές)
(α) Σε μία οικονομία τώρα, η οποία είναι υπερχρεωμένη, ελλειμματική και διανύει τον πέμπτο χρόνο ύφεσης, η κατανάλωση (
Κ) περιορίζεται συνεχώς -
μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας, των χρεοκοπιών, της πιστωτικής συρρίκνωσης (
τραπεζικό πρόβλημα),
καθώς επίσης των συσσωρευμένων ιδιωτικών χρεών.
Η κατανάλωση δεν υποχωρεί σήμερα μόνο στην Ελλάδα, όσον αφορά την Ευρωζώνη, αλλά επίσης στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού – τελευταία στην Ολλανδία και στη Γαλλία, η οποία αποτελεί την επόμενη βόμβα στα θεμέλια του κοινού νομίσματος (απειλούμενη, μεταξύ άλλων, από μία καταστροφική έκρηξη της φούσκας ακινήτων που έχει δημιουργηθεί στο παρελθόν).
(β) Κατ' επέκταση, οι ιδιωτικές επενδύσεις (Ε) σε μηχανήματα και υποδομές, όπως και στον τομέα των ακινήτων, μειώνονται ανάλογα - αφού δεν υπάρχει ζήτηση, η οποία θα μπορούσε να τις αιτιολογήσει.
Προφανώς, κανένας επιχειρηματίας δεν επενδύει, εάν δεν περιμένει να πουλήσει τα προϊόντα του στους καταναλωτές - ενώ κανένας ιδιώτης δεν αγοράζει ακίνητα, όταν προβλέπει ή διαπιστώνει την αυξημένη φορολόγηση τους, παράλληλα με την αδυναμία επαναπώλησης, υπενοικίασης κοκ. Όταν λοιπόν μειώνεται η κατανάλωση, περιορίζονται οι επενδύσεις - οπότε και το ΑΕΠ, όσον αφορά τα δύο αυτά βασικά του στοιχεία.
Ειδικά όσον αφορά τις αποκρατικοποιήσεις, εκτός του ότι αποτελούν αναμφίβολα μία ύπουλη παγίδα (
άρθρο μας) ακόμη και αν υποθέσουμε ότι δεν είναι σκανδαλώδεις (δυστυχώς αποδείχθηκε το αντίθετο στην πατρίδα μας, όσον αφορά τουλάχιστον το Ολυμπιακό χωριό ή την ΑΤΕ, ενώ πιθανότατα θα συμβεί το ίδιο και με τον ΟΠΑΠ, τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ κοκ.),
δεν θεωρούνται νέες ιδιωτικές επενδύσεις και δεν βοηθούν την ανάπτυξη – αφού απλά αλλάζουν οι «μέτοχοι», ενώ οι καινούργιοι ιδιοκτήτες των κρατικών επιχειρήσεων συνήθως μειώνουν το προσωπικό, μεγεθύνοντας την ανεργία, αυξάνουν τις τιμές, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό, μεταφέρουν πολλά από τα κέρδη τους στο εξωτερικό, περιορίζοντας τη φορολογική βάση κλπ.
(γ) Οι δημόσιες δαπάνες βέβαια (Δ) μπορούν να αυξηθούν, κατά την πολιτική του Keynes, παρά το ότι μειώνονται η κατανάλωση και οι επενδύσεις - έτσι ώστε να αναθερμάνουν τη ζήτηση, για να κινηθεί ξανά η οικονομία μίας χώρας. Όταν όμως ένα κράτος, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, είναι υπερχρεωμένο και αναγκάζεται από τους δανειστές του ή από τις αγορές (Ισπανία, Ιταλία κλπ.) στη μείωση των δαπανών του, δεν είναι δυνατόν να προβεί σε δημόσιες επενδύσεις – ίσως μόνο να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορέσει να προσελκύσει ξένους επενδυτές.
Ποιός όμως ξένος επενδύει σε μία χώρα, η οποία ευρίσκεται σε βαθιά ύφεση, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τόσο το επιχειρηματικό της πλαίσιο (μηδενική διαφθορά κλπ.), όσο και το φορολογικό (ανταγωνιστική, μακροπρόθεσμα σταθερή φορολόγηση), λειτουργούν τέλεια; Πόσο μάλλον όταν πολλές άλλες χώρες, την ίδια χρονική στιγμή (ακόμη και η Αίγυπτος σήμερα), αναζητούν απεγνωσμένα ξένες επενδύσεις;
(δ) Αυτό που απομένει λοιπόν για να υπάρξει ανάπτυξη σε μία τέτοια οικονομία, η οποία δεν μπορεί να αυξήσει την κατανάλωση, τις επενδύσεις, καθώς επίσης τις δημόσιες δαπάνες, είναι η μεγέθυνση των καθαρών (αφαιρουμένων των εισαγωγών)εξαγωγών – η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ενδυνάμωση δηλαδή του τελευταίου «πυλώνα» της οικονομίας της.
Ακόμη όμως και αν μπορούσε μία χώρα να υποτιμήσει το νόμισμα της, περιορίζοντας έστω το «παραγωγικό αντίκτυπο» στις εισαγωγές (πρώτες ύλες κλπ.), καθώς επίσης τις υπόλοιπες εισαγωγές (όπως αναλύσαμε αυτό που μετράει, όσον αφορά την ανάπτυξη, είναι οι εξαγωγές μείον τις εισαγωγές), πως θα τα κατάφερνε σε μία εποχή, όπου πολλά άλλα κράτη αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, επιλέγοντας την ίδια ακριβώς λύση;
Συμπερασματικά λοιπόν,
όπως καταλαβαίνουμε από την αδυναμία καλυτέρευσης και των τεσσάρων συντελεστών(πυλώνων) του ΑΕΠ, η πολυδιαφημισμένη και αναγκαία ανάπτυξη της Ελλάδας, όπως επίσης των υπολοίπων ελλειμματικών ή/και υπερχρεωμένων κρατών του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης της
ΕΕ, των
Η.Π.Α. και της
Ιαπωνίας, υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι μία απίστευτη ουτοπία - η οποία δεν μας οδηγεί πουθενά.
ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
Περαιτέρω, σε γενικές γραμμές,
όταν το δημόσιο χρέος μίας χώρας υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ της, ο ρυθμός ανάπτυξης της επιβραδύνεται συνεχώς – ακόμη και σε εποχές παγκόσμιας ευημερίας. Εάν τώρα η συγκεκριμένη χώρα ή το περιβάλλον της έχει επί πλέον τραπεζικά προβλήματα, πόσο μάλλον ανάγκη «διάσωσης» των τραπεζών της, τότε είναι φύσει αδύνατον να αναπτυχθεί – ακόμη και αν το δημόσιο χρέος της δεν υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ της (όπως τεκμηριώθηκε πρόσφατα στην περίπτωση της
Κύπρου και της
Ισπανίας).
Όσον αφορά τώρα τα συνολικά χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 200% του ΑΕΠ μίας χώρας, εάν θέλει να συνεχίσει να αναπτύσσεται υγιώς. Όμως, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, “τα συνολικά χρέη στις 18 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη ήταν στο 160% του ΑΕΠ τους το 1980 – σήμερα (2011) έχουν εκτοξευθεί στο 321% του ΑΕΠ τους……Αποπληθωρισμένα, οι κυβερνήσεις έχουν τετραπλάσια χρέη σε σχέση με το 1980, τα νοικοκυριά εξαπλάσια και οι επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας τριπλάσια”.
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, οι συνεχείς (αυτο)κατηγορίες, καθώς επίσης τα (αυτο)μαστιγώματα των Ελλήνων, όσον αφορά τα χρέη ή/και την υπερχρέωση της χώρας τους, είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου – αφού το 2011, μετά την εισβολή του ΔΝΤ και πριν τα PSI, το συνολικό χρέος της Ελλάδας ήταν σχεδόν ίσο (333% του ΑΕΠ) με το μέσο όρο των 18 μεγάλων οικονομιών του ΟΟΣΑ (321%).
Προφανώς λοιπόν οι Έλληνες δεν πρέπει να εκτίθενται τόσο πολύ στη «συλλογική πλύση εγκεφάλου», στην οποία τους υποβάλλουν σκόπιμα ορισμένα διατεταγμένα ΜΜΕ – με απώτερο στόχο να αμβλύνουν ή/και να εξουδετερώσουν τις αντιδράσεις τους στη σχεδιαζόμενη εκποίηση της πατρίδας τους, μέσω της «συστηματικής παραγωγής ενόχων και ενοχών».
Συνεχίζοντας, χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατον ποτέ να πληρωθούν τα συσσωρευμένα την τελευταία τριακονταετία, τεράστια χρέη των δυτικών κρατών, επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών – όπως φαίνονται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Συνολικά χρέη 2011, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ
Χώρα
|
Σύνολο
|
Τράπεζες
|
Επιχειρήσεις
|
Νοικοκυριά
|
Δημόσιο
|
|
|
|
|
|
|
Ιρλανδία
|
1.166
|
689
|
245
|
123
|
109
|
Μ. Βρετανία*
|
847
|
547
|
118
|
101
|
81
|
Ιαπωνία
|
641
|
188
|
143
|
77
|
233
|
Ισπανία
|
457
|
111
|
192
|
87
|
67
|
Γαλλία
|
449
|
151
|
150
|
61
|
87
|
Βέλγιο
|
435
|
112
|
175
|
53
|
95
|
Πορτογαλία
|
422
|
61
|
149
|
106
|
106
|
Ιταλία
|
377
|
96
|
110
|
50
|
121
|
Η.Π.Α.
|
376
|
94
|
90
|
92
|
100
|
Ελλάδα
|
333
|
22
|
74
|
71
|
166
|
Γερμανία**
|
321
|
98
|
80
|
60
|
83
|
Πηγή: MM (IMF)
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Τα γερμανικά νοικοκυριά είναι χρεωμένα κατά μέσον όρο με 13.800 €, τα ελληνικά με 10.200 € και τα ιρλανδικά με 30.200 € (πηγή: Creditreform Γερμανίας). Πρόκειται λοιπόν για ένα τεράστιο πλεονέκτημα της Ελλάδας, το οποίο δεν μπορεί δυστυχώς να χειριστεί σωστά η κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πόσο ικανοί είναι οι Έλληνες, μοναδικό πρόβλημα των οποίων είναι η διεφθαρμένη, ανίκανη και ανεπαρκής Πολιτική τους.
Από την άλλη πλευρά, η επίλυση του προβλήματος αποκλειστικά και μόνο με τη βοήθεια του πληθωρισμού (μεγάλη αύξηση της ποσότητας χρήματος), έτσι όπως επιχειρείται σήμερα, κυρίως από την Ευρώπη (ΕΚΤ), τις Η.Π.Α. (Fed), τη Μ. Βρετανία (BoE) και την Ιαπωνία (BoJ), αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη – αφού είναι εύκολο να χαθεί ο έλεγχος του, με οδυνηρά αποτελέσματα εάν τυχόν «μεταλλαχθεί» σε υπερπληθωρισμό.
Πόσο μάλλον
εάν οδηγήσει σε συναλλαγματικούς πολέμους και σε εκείνον τον προστατευτισμό (επιβολή δασμών κοκ.), ο οποίος μας καταδίκασε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο - ενδεχομένως δε
σε επιθέσεις εναντίον του δολαρίου ή/και του ευρώ, τις οποίες θα μπορούσε να «ενορχηστρώσει» εύκολα μία χώρα με μεγάλα ενεργειακά αποθέματα, όπως για παράδειγμα η Ρωσία,
συνδέοντας απλά το νόμισμα της με το χρυσό. (πολλοί θα τοποθετούσαν αμέσως τα χρήματα τους σε ένα νόμισμα με αντίκρισμα, αντί σε χαρτονομίσματα χωρίς ουσιαστική αξία). Επομένως, πρέπει να ευρεθεί όσο το δυνατόν συντομότερα μία άλλη λύση - με τη βοήθεια φυσικά των εμπειριών μας από το παρελθόν.
ΜΕΡΙΚΗ ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ Η ΠΑΓΩΜΑ ΧΡΕΩΝ
Με βάση την παραπάνω ανάλυση, αλλά και την Ιστορία, η λύση που φαίνεται περισσότερο αποτελεσματική αλλά και λιγότερο επικίνδυνη είναι
η, με κάποιον τρόπο, διαγραφή των υπερβολικών χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, σε όλη την έκταση της Δύσης – σε συνδυασμό με έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό, καθώς επίσης με την καταπολέμηση τόσο των
ευρωπαϊκών, όσο και των
παγκόσμιων ασυμμετριών,
όπως τις έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας.
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη υπενθυμίζουμε ότι (
άρθρο μας),
θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ειδικό «ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποπληρωμής χρεών» («
bad bank» ουσιαστικά), στο οποίο να «οδηγηθούν» εκείνα τα χρέη των χωρών της ΕΕ που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ τους – έτσι ώστε να παγώσουν και να αποπληρωθούν σταδιακά, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή/και το επιβάλλουν, για να μην προκληθεί υπερπληθωρισμός (κάτι ανάλογο θα μπορούσε να δρομολογηθεί και για τα ιδιωτικά χρέη).
Παράλληλα, η πολιτική λιτότητας οφείλει να διατηρηθεί μεν, αλλά τα χρόνια προσαρμογής πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα –
έτσι ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί, όπως διαπιστώθηκεκυρίως στην περίπτωση της Ελλάδας (ανεργία, χρεοκοπίες, κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, φτώχεια, εγκληματικότητα, κοινωνικές εξεγέρσεις, εθνικές αντιπαλότητες κοκ.).
Φυσικά πρέπει να συνοδευθεί με μέτρα ανάπτυξης όλων των χωρών της ΕΕ, αφού διαφορετικά είναι αδύνατη η μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης χρέους – ενώ ο «επιτρεπόμενος» πληθωρισμός οφείλει να αναπροσαρμοσθεί στο 4%, από το 2% σήμερα. Εάν στην περίπτωση αυτή η ισοτιμία ευρώ δολαρίου περιοριζόταν στο 1:1, θα ήταν θετικό τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τις Η.Π.Α. – λιγότερο φυσικά για την Κίνα, αφού τα προϊόντα της θα γινόταν αυτόματα λιγότερο ανταγωνιστικά για τη Δύση.
Στη συνέχεια πρέπει να δρομολογηθεί ένα νέο δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο όμως
να απαγορεύει τιςασυμμετρίες στα εξωτερικά ισοζύγια συναλλαγών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης - με τα οποία κάποιες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), αναπτύσσονται εις βάρος των υπολοίπων.
Τέλος, το
ESM θα ήταν σωστό να εξελιχθεί σε
ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, το οποίο να λειτουργεί όπως το ΔΝΤαπό την ίδρυση του μέχρι τη δεκαετία του 1970 – με κύριο στόχο την συμμετρική ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ. Πόσο μάλλον αφού,
η μη ισορροπημένη εξέλιξη των κρατών, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μίας κοινής νομισματικής πολιτικής – για παράδειγμα, στη Γερμανία απαιτούνται υψηλά επιτόκια, ενώ στην Ιταλία χαμηλά. Το ταμείο αυτό θα έπρεπε βέβαια να συνοδευθεί από την
ίδρυση ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης, έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται το μονοπώλιο των
τριών αδελφών(
Fitch,
S&
P,
Moody’
s).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έχουμε την άποψη ότι, η δημιουργία της Ευρωζώνης, αν και προς τη σωστή κατεύθυνση (καμία χώρα της ΕΕ δεν μπορεί να επιβιώσει μακροπρόθεσμα, εάν δεν ανήκει σε μία ισχυρή ένωση κρατών),
ήταν αφενός μεν πολύ βιαστική, αφετέρου λανθασμένη – αφού έπρεπε να προηγηθεί η πολιτική, η δημοσιονομική και η τραπεζική ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους, ισότιμων εθνών. Δυστυχώς δε
κινδυνεύει να διαλυθεί κάθε στιγμή – επειδή στηρίζεται σε πολύ «σαθρά» θεμέλια, ενώ απειλείται σοβαρά από την απίστευτα αλαζονική, ηγεμονική, πλήρως υποταγμένη στις αγορές «πρωσική» κυβέρνηση της Γερμανίας.
Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, για να αντιμετωπισθούν οι μεγάλες ελλείψεις της οικονομίας της Ελλάδας, θα πρέπει να δραστηριοποιηθούμε «ατομικά και από κοινού». Οφείλουμε δηλαδή από τη μία πλευρά να βρούμε ρεαλιστικές λύσεις για τη δική μας χώρα, χωρίς να περιμένουμε βοήθεια από κανέναν, ενώ από την άλλη πλευρά να συνεργασθούμε με όλους τους υπόλοιπους - έτσι ώστε να επιλυθούν, κατά το δυνατόν ορθολογικά και δίκαια, τόσο τα ενδοευρωπαϊκά, όσο και τα παγκόσμια προβλήματα.
Πρώτη προτεραιότητα μας πρέπει να είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης της πατρίδας μας, χωρίς να είναι απαραίτητο το κοινό νόμισμα – στο οποίο είμαστε σήμερα απόλυτα εγκλωβισμένοι. Άλλωστε, όπως συμβαίνει και σε κάθε ανθρώπινη σχέση, η επιτυχία της συμβίωσης εξαρτάται από το βαθμό ανεξαρτησίας των συμμετεχόντων – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν δεν λειτουργήσει σωστά η οικονομία μας (το βασικότερο πρόβλημα της οποίας είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία), δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε «ατομικό», ούτε κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.
Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η λειτουργία του Κράτους Δικαίου, η πολιτική σταθερότητα, καθώς επίσης
η «εκπόνηση» ενόςκρατικού ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των
γερμανικών επανορθώσεων στο ενεργητικό του
– έτσι ώστε να γνωρίζουμε κάθε στιγμή την καθαρή μας θέση και όχι μόνο τα χρέη μας, προερχόμενα κυρίως από την κακοδιαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της πατρίδας μας, εκ μέρους των κυβερνήσεων της.
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς να υποτιμούμε καθόλου τα πολιτικά, τα κοινωνικά, καθώς επίσης τα πολιτισμικά προβλήματα, μόνο η «οικονομική ευρωστία» ενός κράτους εγγυάται τα σύνορα και την ελευθερία του – την εθνική του κυριαρχία δηλαδή. Πόσο μάλλον όταν η ευαίσθητη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μεγάλο προνόμιο αν και ταυτόχρονα πηγή πολλών «δεινών» της, καθιστά υποχρεωτική τόσο την κοινωνική συνοχή, όσο και την οικονομική ισχύ της - ειδικά σε μία «ταραγμένη» εποχή, όπως η σημερινή, με δεδομένη τη γεωστρατηγική σημασία της πάμπλουτης από κάθε πλευρά πατρίδας μας.
Περαιτέρω, εάν απλά επιλέγαμε το «διαζύγιο» με την Ευρωζώνη,
εξασφαλίζοντας ίσως μία πολύ καλή διατροφή και ζητωκραυγάζοντας για την «επιστροφή της υπερήφανης Ελλάδας στις ρίζες της», τότε θα είχαμε αποτύχει «οικτρά» – σπαταλώντας ανεύθυνα τις θυσίες και τους αγώνες μίας ολόκληρης γενιάς, η οποία
δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «συλλογικά διεφθαρμένη ή/και ανίκανη» (όσο και αν κάτι τέτοιο επιχειρείται δυστυχώς, μεταξύ άλλων από όλους αυτούς οι οποίοι σχεδιάζουν μεθοδικά, ερήμην των Πολιτών, την κατάλυση του κοινωνικού Κράτους Δικαίου, μέσα από τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας).
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως θεωρούμε ότι, η Ελλάδα ανήκει στη Δύση – όπως δεν ανήκει στην Ανατολή ή όπου αλλού, αλλά στον εαυτό της, στην Ιστορία της και στους Πολίτες της. Οφείλει όμως να συμμετέχει σε μία αλληλέγγυα οικονομική ζώνη, η οποία να της εξασφαλίζει μεγαλύτερη ισχύ, απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη – όπως για παράδειγμα απέναντι στην Κίνα, στη Ρωσία και στις Η.Π.Α.
Ολοκληρώνοντας, είμαστε απολύτως σίγουροι ότι θα τα καταφέρουμε τόσο εμείς οι Έλληνες, όσο η Ευρωζώνη (με ή χωρίς τη Γερμανία) και η υπόλοιπη Δύση (εννούμε πάντοτε τους πολίτες), να ξεφύγουμε ειρηνικά από την ύπουλη παγίδα του χρέους, των διεθνών τοκογλύφων και της ύφεσης - αντιμετωπίζοντας ορθολογικά τα διάφορα προβλήματα που έχουν προκύψει.Ευχόμαστε λοιπόν Καλή Χρονιά, με αισιοδοξία, υγεία και ευτυχία σε όλους – τονίζοντας ξανά την ανάγκη αλληλεγγύης σε όσους υποφέρουν περισσότερο από τα δεινά της κρίσης.
ΥΓ: Με τις όποιες αναφορές μας στους «Έλληνες» και στην «πατρίδα», δεν εννοούμε την φυλετική ή/και την «εθνικιστική» στάση εκείνη, η οποία τοποθετεί ένα έθνος υπεράνω της ανθρωπότητας, των αρχών της αλήθειας, της ισότητας και της δικαιοσύνης – αλλά το «φλογερό» ενδιαφέρον που νοιώθει κανείς για τους συμπατριώτες και τη χώρα του, το οποίο έχει σχέση τόσο με την πνευματική, όσο και με την υλική τους ευημερία (σε καμία περίπτωση όμως εις βάρος άλλων ατόμων ή κρατών).
Όσον αφορά τώρα την υγιή κοινωνία που οφείλουμε να οικοδομήσουμε, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, υπενθυμίζουμε πως “Μόνο μία τέτοια κοινωνία αναπτύσσει την ικανότητα του ατόμου να σέβεται τους συνανθρώπους του, να εργάζεται δημιουργικά, να παράγει, να μην υπερχρεώνεται, να εξελίσσει τη λογική και την αντικειμενικότητα του, καθώς επίσης να έχει εκείνη την αίσθηση του εγώ, η οποία βασίζεται στην εμπειρία των δικών του παραγωγικών δυνάμεων. Αντίθετα, η μη υγιής κοινωνία είναι εκείνη που δημιουργεί αξιωματικά την αμοιβαία εχθρότητα και τη δυσπιστία, η οποία «μεταλλάσσει» τον άνθρωπο σε όργανο χρήσης και εκμετάλλευσης των άλλων – κυρίως δε των ξένων και των εισβολέων”.