Ο Στέλιος Ράμφος σχολιάζει κείμενα Αρχαίων Ελλήνων και Ευρωπαίων Φιλοσόφων των Νεωτέρων χρόνων.
“Η ευκαιρία ενός χαµένου χρόνου” άρθρο του Στέλιου Ράμφου στο Βήμα (6 1 2012)
Ιανουαρίου 6, 2012 από George Thalassinos
www.tovima.gr
Ολες οι προσεγγίσεις της «δηµοσιονοµικής» µας κρίσεως υπογραµµίζουν τον αρνητικό παράγοντα της ελληνικής νοοτροπίας, αλλά δεν προχωρούν. Μου θυµίζουν τον λόγο του Αυγουστίνου για τον χρόνο: Βιώνουν το πρόβληµα, όµως δεν µπορούν να το εξηγήσουν. Η κρίση που ζούµε έχει οικονοµικοπολιτική επιφάνεια και πνευµατικό βάθος. Το κατανοούν πλέον πολλοί. Αν ήταν απλώς οικονοµικοπολιτική θα περιοριζόταν σε ιδιοτελείς επιλογές ενός ανίκανου και διεφθαρµένου πολιτικού συστήµατος και σε οργανωτικά του προβλήµατα. ∆εν θα είχαµε κράτος πελατειακών σχέσεων και κοινωνία κυριαρχίας δεσµών συγγενείας, εντοπιότητος και συντεχνιακών συµφερόντων. Οι τελευταίοι αποτυπώνουν τα προνεωτερικά θεµέλια του πολιτικού µας συστήµατος και συντηρούν ένα παιδισµό συναισθηµατικής υπερβολής και µειωµένης κριτικής δυνάµεως, που αναπαράγει µία µερικώτατη συλλογική και ατοµική συνείδησι. Εάν στα πνευµατικά ζητήµατα είναι µέρος της λύσεως η κατανόησί τους, εν προκειµένω βοηθεί την κατανόησι η συνεκτίµησι των ιστορικών δεδοµένων.
Ενας μεσαιωνικός θεσμός
Η υπονόµευσι της πολιτικής κοινωνίας αρχίζει µε την επανάστασι του ‘21 και παίρνει την µορφή εµφύλιας συγκρούσεως µεταξύ των οπλαρχηγών και των Φαναριωτών:
οι επιχώριες µερικές εξουσίες αντιστέκονται στην ιδέα της νεοελληνικής κρατικής υποστάσεως, µε τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τους πολίτες. Πίσω από τους τοπάρχες και τους πολεµάρχους ενεργεί σαν σκιά ο µεσαιωνικός θεσµός της χωρικής κοινότητος _ τα κλειστά συστήµατα του τόπου και του αίµατος, που δεν ανεγνώριζαν άλλους κανόνες από τα ήθη της παραδόσιµης ιεραρχικής εξουσίας των προεστών. Τα απλά µέλη των κοινοτήτων δεν είχαν ανθρώπινα δικαιώµατα, ώστε να γίνουν _ και να νοιώσουν _ αργότερα ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες. Να σηµειώσω πως η χωρική κοινότης στο Βυζάντιο έµεινε µέχρι τέλους κυρίαρχη κοινωνική συσσωµάτωσι, καθώς η ανάπτυξι των πόλεων κατά τον 11ο και 12ο αιώνα δεν σταθεροποιήθηκε, όπως στην ∆ύσι, η δε τάσι προς εξατοµίκευσι εν τέλει έµεινε άπρακτη, πράγµα το οποίο ωδήγησε στην παρακµή και έριξε το Βυζάντιο στην αγκαλιά της Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εν αντιθέσει πάλι προς την ∆ύσι, η κοινή αλήθεια της πίστεως δεν βρέθηκε τρόπος να χωρέση την αλήθεια της κρίσεως, ώστε να διαπλασθή µε τον χρόνο η πλατύτερη ενεργότερη συνείδησι του νεωτέρου ανθρώπου και να διαµορφωθούν συνθήκες για πολιτική οργάνωσι της κοινωνίας. Η αποτυχία της Βυζαντινής Αναγεννήσεως είχε αίτια και στο απώτερο παρελθόν, τα οποία σχετίζονται µε την ίδια την υφιστάµενη εκεί αντίληψι του χρόνου. Ο κοινωνικός χρόνος αποτελεί µέσον οργανώσεως και προσανατολισµού των σκοπών του ανθρώπου ως ατόµου και συνόλου, πεδίο τροπής της φύσεως σε πολιτισµό, εντάξεώς της στις προοπτικές µας. Εξ ου και πίσω από τους συσχετισµούς δυνάµεων δρουν καθοριστικά οι συσχετισµοί των χρόνων.
Εξηγούµαι:Ο αρχέγονος χριστιανισµός έφερνε µαζί του την παλαιοδιαθηκική έννοια του εσχατολογικού προφητικού χρόνου, προσθέτοντας στην αναµενόµενη έλευσι του Μεσσία το καινοδιαθηκικό άγγελµα της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Η ελπίδα για το µέλλον µπορούσε έτσι να βασίζεται σε κάτι το οποίο είχε ιστορικά συµβή. Μιλούµε για ένα χρόνο κινούµενο ευθύγραµµα προς τα εµπρός, συνδετικό στο παρόν του παρελθόντος και του µέλλοντος µε ένα «ήρθε και έρχεται».
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Αυτή η χαρακτηριστικά εγχρονική αντίληψι, από τον 2ο αιώνα τείνει να µεταβληθή σε πρόβληµα της σχέσεως χρόνου και κοσµικής αιωνιότητας. Υπό την επίδρασι του Στωικισµού και αργότερα του Νεοπλατωνισµού, η ιστορική-εσχατολογική πίστι της χριστιανικής κοινότητος εξελληνίσθηκε, εις τρόπον ώστε προς τον 3ο αιώνα να συνδυασθή µε την κυκλικότητα του κοσµικού χρόνου. Εκτοτε η Εκκλησία άρχισε να επαναλαµβάνη λειτουργικά τα γεγονότα του ιστορικού παρελθόντος, που περιέγραφαν τα Ευαγγέλια και όχι µόνο, ως γεγονότα λατρείας και πίστεως. Ετσι εκεί που ο πιστός ξαναζούσε την Κυριακή και στις γιορτές το ιστορικό παρελθόν στο οποίο χρωστούσε τον πνευµατικό εαυτό του, ο λειτουργικός τύπος ανοίχτηκε στην αστρική παράµετρο των εθνικών εορτών _ τα Χριστούγεννα µε την λατρεία του Μίθρα κατά το χειµερινό ηλιοστάσιο ή το Πάσχα µε την εαρινή αναγέννησι της φύσεως. Υπό τέτοιους όρους δεν ήταν δύσκολο η λειτουργική πρακτική να υποκατασταθή στην πραγµατικότητα των ιστορικών γεγονότων και αντί το γεγονός να προκαλή την γιορτή, η γιορτή να δηµιουργή τα γεγονότα. Σ’ αυτή την περίπτωσι η ιστορική µοναδικότητα των γεγονότων, αντί να επανέρχεται σε κάθε ευχαριστιακή σύναξι ως ανάµνησι, κατέληξε να επαναλαµβάνεται ως τακτική συγκέντρωσι πιστών στην διάρκεια του έτους. Το «µεµνηµένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής, και πάντων των υπέρ ηµών γεγενηµένων» υπάγεται στην «προσφορά της λογικής και αναίµακτης λατρείας», διά της οποίας «δεόµεθα και ικετεύοµεν» τον Θεό, να «καταπέµψη το Πνεύµα του το Αγιο» στο εκκλησίασµα και τα δώρα του _ τον άρτο και τον οίνο. Λέω γνωστά οπωσδήποτε πράγµατα.
Κοινωνικά πισωγυρίσματα
Οµως όταν η λατρεία καταλαµβάνει την ιστορία, µαζί υπεισέρχεται εν είδει αντικειµένου της ένα στοιχείο µυθικό που εύκολα εκβάλλει στην µαγεία. Τότε το ιστορικό παρόν, όπου γιορτάζουν οι πιστοί το έργο του Χριστού και ζητούν τον φωτισµό του Πνεύµατος, γίνεται ασάλευτη αιωνιότης, όχι µεταφορικά αλλά κυριολεκτικά, σαν αδιαφορία για την δηµιουργική ύπαρξι. Αντί να νοηµατοδοτούµε στο παρόν µας την ζωή του Χριστού, επαναλαµβάνουµε τα τυπικά λειτουργικά λόγια και αδειάζουµε το ουσιώδες της λατρείας για την ζωή, η οποία δουλώνεται σε παρόν φαντασιακό, που χαράζει την παθητικότητα µέσα στην ψυχή µας. Εφ’ όσον η σηµασία του ιστορικού παρελθόντος δεν ενεργοποιεί τα τρέχοντα γεγονότα, ο στατικός µύθος της λατρείας το ιεροποιεί και οδηγεί αναγκαστικά σε παράλυσι της ιστορικότητος. Στην συµβατική επανάληψι των ιδρυτικών ευαγγελικών γεγονότων, το παρελθόν τους καταντά απλώς εόρτιο, δηλώνεται δε εµφαντικά µε αχρονική χρήσι του «σήµερον» και του «νυν», που παραπέµπουν σε µια «ζωή αιώνιο». Υπενθυµίζω χάριν παραδείγµατος: Σήµερον της σωτηρίας ηµών το κεφάλαιον• Η Παρθένος σήµερον τον Υπερούσιον τίκτει• Σήµερον κρεµάται επί ξύλου• Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός… Ο µυθικός λειτουργικός χρόνος ανακυκλώνεται στον ανιστορικό χρόνο του ναού, την εικόνα της ουράνιας Βασιλείας. Στον ναό υπάρχει µόνο η Βασιλεία• ο ιστορικός χρόνος είναι ανύπαρκτος, ενώ µαζί του εξανεµίζεται και το υποκειµενικό αίσθηµα. Αυτό κατοχυρώνουν άλλωστε και τα τυπικά της µοναστικής βιοτής. Ο χρόνος εδώ αντί να γεννά αγκυλώνει, αν δεν στρέφει προς τα πίσω. Το βλέπουµε και το ζούµε, λίγο-πολύ, στις νοοτροπίες και τις συµπεριφορές πολλών από εµάς, αφού το αρχαίο τούτο πρότυπο ισχύει και σήµερα για πολύ µεγάλο µέρος των Ελλήνων. Αυτό καλούνται να εσωτερικεύσουν οι πιστοί τις Κυριακές και τις γιορτές, και µαζί την ανιστορικότητα που φέρνει• σ’ αυτό θα πρέπει εν πολλοίς να ριζώνη ο φόβος της αλλαγής, της ελευθερίας, της έρευνας, αλλά και η ανασφάλεια που σπρώχνει µαζικά τους Ρωµηούς _ και τους ορθοδόξους λαούς εν γένει _ στον οµαδισµό και την δηµοσιοϋπαλληλία. Και ίσως-ίσως στα ακατάπαυστα κοινωνικά πισωγυρίσµατα, το εθνικό σισύφειό µας έργο.
«Ρεαλιστές» και «αιθεροβάμονες»
Κάθε πισωγύρισµα είναι υποχρεωτική επιστροφή στην προϊστορία µας, οπότε τα πιο τρέχοντα πράγµατα αποκτούν τον χαρακτήρα του ουσιώδους. Το ζήσαµε στον εµφύλιο πόλεµο και στην δικτατορία των συνταγµαταρχών• θα το ξαναζήσουµε _ µη γένοιτο _ αν επιστρέψουµε στην δραχµή. Βεβαίως ο µυθικός χρόνος δεν είναι συλλήβδην προς εξορκισµό. Γίνεται παραδειγµατικός στον ιστορικό χρόνο και εµπνέει κάθε γενναία συλλογική είτε ατοµική προσπάθεια. Η µαυροφόρα που ωδηγούσε τον ελληνικό στρατό στο έπος του ‘40 (και που δεν ξαναφάνηκε µόλις έγινε η εισβολή των Γερµανών) µορφοποιούσε συµβολικά το αίσθηµα µιας πίστεως, η οποία αιµοδοτούσε την υπερβατική πτήσι των ψυχών. Οταν όµως η συµβολική µορφή διεκδική ρόλο περιεχοµένου και πραγµατικότητος, ο µυθικός χρόνος µεταλλάσσεται σε τύπο µαγικό. Τότε κάνει την εµφάνισί της και η παράνοια σε µια λογική δικών µας αγκυλώσεων, φαντασιώσεων, εξωτερικών εχθρών και συνωµοσιών. Στον ανενεργό χρόνο η δύναµι του αρχετύπου µετεωρίζεται και δεν µεταγγίζεται στο παράδειγµα που εκφράζει τον ενεργό µύθο και επιτρέπη να βιώνουµε το ήθος του στο δικό µας παρόν.
Εφ’ όσον έχουν έτσι τα πράγµατα, δεν χρειάζονται δεκαετίες για να διορθωθούν; Και ποιος µπορεί να περιµένη, όχι δεκαετίες αλλά εβδοµάδες απλώς και µήνες _ αν µείνη, µε τα σηµερινά µυαλά, τίποτε όρθιο στον τόπο µας σε λίγο. ∆ιότι µε µειωµένη την συνείδησι του χρόνου δεν σκεπτόµαστε τις συνέπειες των επιλογών µας ούτε τα παθήµατα µάς γίνονται µαθήµατα. Τότε προς τι όλη η προηγούµενη περιδιάβασι στους αιώνες, την στιγµή που χρειάζονται αποφάσεις και προσπάθειες κατεπείγουσες;
Με δεδοµένο ότι οι «ρεαλιστές» κυνηγοί της «αποτελεσµατικότητος» έφεραν την κατάστασι στο απελπιστικό σηµείο που βιώνουµε, αναγνωρίζω το δικαίωµα στον εαυτό µου και σε άλλους «αιθεροβάµονες», να ζητήσουµε το βάθος του προβλήµατος, προκειµένου η κοινωνία να έχη υπ’ όψιν της τις σκέψεις µας, οι δε πολιτικές ηγεσίες να τις υπολογίζουν εντάσσοντας και τις πιο άµεσες παρεµβάσεις τους σε στρατηγική προοπτική. ∆εν προσδοκώ βεβαίως τίποτε από το υφιστάµενο παρηκµασµένο πολιτικό σύστηµα. Θα ήθελα να ελπίζω σε όσους από αυτό κατορθώσουν να υπερβούν το ζοφερό ήθος του και κυρίως να ελπίζω στο διάδοχο σχήµα του. Θα µιλούµε για ανανεωµένο πολιτικό σύστηµα εφ’ όσον εκφράζη εκείνους οι οποίοι θα πάρουν επάνω τους σαν δύναµι τον πόνο της χώρας, ξέροντας ότι όσο δεν αφήνουµε την ζωή κι αυτή δεν µας αφήνει.
Ετσι έχει αντίκρυσµα η ευχή: Ευλογηµένος ο καινούργιος χρόνος!
Ολες οι προσεγγίσεις της «δηµοσιονοµικής» µας κρίσεως υπογραµµίζουν τον αρνητικό παράγοντα της ελληνικής νοοτροπίας, αλλά δεν προχωρούν. Μου θυµίζουν τον λόγο του Αυγουστίνου για τον χρόνο: Βιώνουν το πρόβληµα, όµως δεν µπορούν να το εξηγήσουν. Η κρίση που ζούµε έχει οικονοµικοπολιτική επιφάνεια και πνευµατικό βάθος. Το κατανοούν πλέον πολλοί. Αν ήταν απλώς οικονοµικοπολιτική θα περιοριζόταν σε ιδιοτελείς επιλογές ενός ανίκανου και διεφθαρµένου πολιτικού συστήµατος και σε οργανωτικά του προβλήµατα. ∆εν θα είχαµε κράτος πελατειακών σχέσεων και κοινωνία κυριαρχίας δεσµών συγγενείας, εντοπιότητος και συντεχνιακών συµφερόντων. Οι τελευταίοι αποτυπώνουν τα προνεωτερικά θεµέλια του πολιτικού µας συστήµατος και συντηρούν ένα παιδισµό συναισθηµατικής υπερβολής και µειωµένης κριτικής δυνάµεως, που αναπαράγει µία µερικώτατη συλλογική και ατοµική συνείδησι. Εάν στα πνευµατικά ζητήµατα είναι µέρος της λύσεως η κατανόησί τους, εν προκειµένω βοηθεί την κατανόησι η συνεκτίµησι των ιστορικών δεδοµένων.
Ενας μεσαιωνικός θεσμός
Η υπονόµευσι της πολιτικής κοινωνίας αρχίζει µε την επανάστασι του ‘21 και παίρνει την µορφή εµφύλιας συγκρούσεως µεταξύ των οπλαρχηγών και των Φαναριωτών:
οι επιχώριες µερικές εξουσίες αντιστέκονται στην ιδέα της νεοελληνικής κρατικής υποστάσεως, µε τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τους πολίτες. Πίσω από τους τοπάρχες και τους πολεµάρχους ενεργεί σαν σκιά ο µεσαιωνικός θεσµός της χωρικής κοινότητος _ τα κλειστά συστήµατα του τόπου και του αίµατος, που δεν ανεγνώριζαν άλλους κανόνες από τα ήθη της παραδόσιµης ιεραρχικής εξουσίας των προεστών. Τα απλά µέλη των κοινοτήτων δεν είχαν ανθρώπινα δικαιώµατα, ώστε να γίνουν _ και να νοιώσουν _ αργότερα ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες. Να σηµειώσω πως η χωρική κοινότης στο Βυζάντιο έµεινε µέχρι τέλους κυρίαρχη κοινωνική συσσωµάτωσι, καθώς η ανάπτυξι των πόλεων κατά τον 11ο και 12ο αιώνα δεν σταθεροποιήθηκε, όπως στην ∆ύσι, η δε τάσι προς εξατοµίκευσι εν τέλει έµεινε άπρακτη, πράγµα το οποίο ωδήγησε στην παρακµή και έριξε το Βυζάντιο στην αγκαλιά της Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εν αντιθέσει πάλι προς την ∆ύσι, η κοινή αλήθεια της πίστεως δεν βρέθηκε τρόπος να χωρέση την αλήθεια της κρίσεως, ώστε να διαπλασθή µε τον χρόνο η πλατύτερη ενεργότερη συνείδησι του νεωτέρου ανθρώπου και να διαµορφωθούν συνθήκες για πολιτική οργάνωσι της κοινωνίας. Η αποτυχία της Βυζαντινής Αναγεννήσεως είχε αίτια και στο απώτερο παρελθόν, τα οποία σχετίζονται µε την ίδια την υφιστάµενη εκεί αντίληψι του χρόνου. Ο κοινωνικός χρόνος αποτελεί µέσον οργανώσεως και προσανατολισµού των σκοπών του ανθρώπου ως ατόµου και συνόλου, πεδίο τροπής της φύσεως σε πολιτισµό, εντάξεώς της στις προοπτικές µας. Εξ ου και πίσω από τους συσχετισµούς δυνάµεων δρουν καθοριστικά οι συσχετισµοί των χρόνων.
Εξηγούµαι:Ο αρχέγονος χριστιανισµός έφερνε µαζί του την παλαιοδιαθηκική έννοια του εσχατολογικού προφητικού χρόνου, προσθέτοντας στην αναµενόµενη έλευσι του Μεσσία το καινοδιαθηκικό άγγελµα της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Η ελπίδα για το µέλλον µπορούσε έτσι να βασίζεται σε κάτι το οποίο είχε ιστορικά συµβή. Μιλούµε για ένα χρόνο κινούµενο ευθύγραµµα προς τα εµπρός, συνδετικό στο παρόν του παρελθόντος και του µέλλοντος µε ένα «ήρθε και έρχεται».
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Αυτή η χαρακτηριστικά εγχρονική αντίληψι, από τον 2ο αιώνα τείνει να µεταβληθή σε πρόβληµα της σχέσεως χρόνου και κοσµικής αιωνιότητας. Υπό την επίδρασι του Στωικισµού και αργότερα του Νεοπλατωνισµού, η ιστορική-εσχατολογική πίστι της χριστιανικής κοινότητος εξελληνίσθηκε, εις τρόπον ώστε προς τον 3ο αιώνα να συνδυασθή µε την κυκλικότητα του κοσµικού χρόνου. Εκτοτε η Εκκλησία άρχισε να επαναλαµβάνη λειτουργικά τα γεγονότα του ιστορικού παρελθόντος, που περιέγραφαν τα Ευαγγέλια και όχι µόνο, ως γεγονότα λατρείας και πίστεως. Ετσι εκεί που ο πιστός ξαναζούσε την Κυριακή και στις γιορτές το ιστορικό παρελθόν στο οποίο χρωστούσε τον πνευµατικό εαυτό του, ο λειτουργικός τύπος ανοίχτηκε στην αστρική παράµετρο των εθνικών εορτών _ τα Χριστούγεννα µε την λατρεία του Μίθρα κατά το χειµερινό ηλιοστάσιο ή το Πάσχα µε την εαρινή αναγέννησι της φύσεως. Υπό τέτοιους όρους δεν ήταν δύσκολο η λειτουργική πρακτική να υποκατασταθή στην πραγµατικότητα των ιστορικών γεγονότων και αντί το γεγονός να προκαλή την γιορτή, η γιορτή να δηµιουργή τα γεγονότα. Σ’ αυτή την περίπτωσι η ιστορική µοναδικότητα των γεγονότων, αντί να επανέρχεται σε κάθε ευχαριστιακή σύναξι ως ανάµνησι, κατέληξε να επαναλαµβάνεται ως τακτική συγκέντρωσι πιστών στην διάρκεια του έτους. Το «µεµνηµένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής, και πάντων των υπέρ ηµών γεγενηµένων» υπάγεται στην «προσφορά της λογικής και αναίµακτης λατρείας», διά της οποίας «δεόµεθα και ικετεύοµεν» τον Θεό, να «καταπέµψη το Πνεύµα του το Αγιο» στο εκκλησίασµα και τα δώρα του _ τον άρτο και τον οίνο. Λέω γνωστά οπωσδήποτε πράγµατα.
Κοινωνικά πισωγυρίσματα
Οµως όταν η λατρεία καταλαµβάνει την ιστορία, µαζί υπεισέρχεται εν είδει αντικειµένου της ένα στοιχείο µυθικό που εύκολα εκβάλλει στην µαγεία. Τότε το ιστορικό παρόν, όπου γιορτάζουν οι πιστοί το έργο του Χριστού και ζητούν τον φωτισµό του Πνεύµατος, γίνεται ασάλευτη αιωνιότης, όχι µεταφορικά αλλά κυριολεκτικά, σαν αδιαφορία για την δηµιουργική ύπαρξι. Αντί να νοηµατοδοτούµε στο παρόν µας την ζωή του Χριστού, επαναλαµβάνουµε τα τυπικά λειτουργικά λόγια και αδειάζουµε το ουσιώδες της λατρείας για την ζωή, η οποία δουλώνεται σε παρόν φαντασιακό, που χαράζει την παθητικότητα µέσα στην ψυχή µας. Εφ’ όσον η σηµασία του ιστορικού παρελθόντος δεν ενεργοποιεί τα τρέχοντα γεγονότα, ο στατικός µύθος της λατρείας το ιεροποιεί και οδηγεί αναγκαστικά σε παράλυσι της ιστορικότητος. Στην συµβατική επανάληψι των ιδρυτικών ευαγγελικών γεγονότων, το παρελθόν τους καταντά απλώς εόρτιο, δηλώνεται δε εµφαντικά µε αχρονική χρήσι του «σήµερον» και του «νυν», που παραπέµπουν σε µια «ζωή αιώνιο». Υπενθυµίζω χάριν παραδείγµατος: Σήµερον της σωτηρίας ηµών το κεφάλαιον• Η Παρθένος σήµερον τον Υπερούσιον τίκτει• Σήµερον κρεµάται επί ξύλου• Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός… Ο µυθικός λειτουργικός χρόνος ανακυκλώνεται στον ανιστορικό χρόνο του ναού, την εικόνα της ουράνιας Βασιλείας. Στον ναό υπάρχει µόνο η Βασιλεία• ο ιστορικός χρόνος είναι ανύπαρκτος, ενώ µαζί του εξανεµίζεται και το υποκειµενικό αίσθηµα. Αυτό κατοχυρώνουν άλλωστε και τα τυπικά της µοναστικής βιοτής. Ο χρόνος εδώ αντί να γεννά αγκυλώνει, αν δεν στρέφει προς τα πίσω. Το βλέπουµε και το ζούµε, λίγο-πολύ, στις νοοτροπίες και τις συµπεριφορές πολλών από εµάς, αφού το αρχαίο τούτο πρότυπο ισχύει και σήµερα για πολύ µεγάλο µέρος των Ελλήνων. Αυτό καλούνται να εσωτερικεύσουν οι πιστοί τις Κυριακές και τις γιορτές, και µαζί την ανιστορικότητα που φέρνει• σ’ αυτό θα πρέπει εν πολλοίς να ριζώνη ο φόβος της αλλαγής, της ελευθερίας, της έρευνας, αλλά και η ανασφάλεια που σπρώχνει µαζικά τους Ρωµηούς _ και τους ορθοδόξους λαούς εν γένει _ στον οµαδισµό και την δηµοσιοϋπαλληλία. Και ίσως-ίσως στα ακατάπαυστα κοινωνικά πισωγυρίσµατα, το εθνικό σισύφειό µας έργο.
«Ρεαλιστές» και «αιθεροβάμονες»
Κάθε πισωγύρισµα είναι υποχρεωτική επιστροφή στην προϊστορία µας, οπότε τα πιο τρέχοντα πράγµατα αποκτούν τον χαρακτήρα του ουσιώδους. Το ζήσαµε στον εµφύλιο πόλεµο και στην δικτατορία των συνταγµαταρχών• θα το ξαναζήσουµε _ µη γένοιτο _ αν επιστρέψουµε στην δραχµή. Βεβαίως ο µυθικός χρόνος δεν είναι συλλήβδην προς εξορκισµό. Γίνεται παραδειγµατικός στον ιστορικό χρόνο και εµπνέει κάθε γενναία συλλογική είτε ατοµική προσπάθεια. Η µαυροφόρα που ωδηγούσε τον ελληνικό στρατό στο έπος του ‘40 (και που δεν ξαναφάνηκε µόλις έγινε η εισβολή των Γερµανών) µορφοποιούσε συµβολικά το αίσθηµα µιας πίστεως, η οποία αιµοδοτούσε την υπερβατική πτήσι των ψυχών. Οταν όµως η συµβολική µορφή διεκδική ρόλο περιεχοµένου και πραγµατικότητος, ο µυθικός χρόνος µεταλλάσσεται σε τύπο µαγικό. Τότε κάνει την εµφάνισί της και η παράνοια σε µια λογική δικών µας αγκυλώσεων, φαντασιώσεων, εξωτερικών εχθρών και συνωµοσιών. Στον ανενεργό χρόνο η δύναµι του αρχετύπου µετεωρίζεται και δεν µεταγγίζεται στο παράδειγµα που εκφράζει τον ενεργό µύθο και επιτρέπη να βιώνουµε το ήθος του στο δικό µας παρόν.
Εφ’ όσον έχουν έτσι τα πράγµατα, δεν χρειάζονται δεκαετίες για να διορθωθούν; Και ποιος µπορεί να περιµένη, όχι δεκαετίες αλλά εβδοµάδες απλώς και µήνες _ αν µείνη, µε τα σηµερινά µυαλά, τίποτε όρθιο στον τόπο µας σε λίγο. ∆ιότι µε µειωµένη την συνείδησι του χρόνου δεν σκεπτόµαστε τις συνέπειες των επιλογών µας ούτε τα παθήµατα µάς γίνονται µαθήµατα. Τότε προς τι όλη η προηγούµενη περιδιάβασι στους αιώνες, την στιγµή που χρειάζονται αποφάσεις και προσπάθειες κατεπείγουσες;
Με δεδοµένο ότι οι «ρεαλιστές» κυνηγοί της «αποτελεσµατικότητος» έφεραν την κατάστασι στο απελπιστικό σηµείο που βιώνουµε, αναγνωρίζω το δικαίωµα στον εαυτό µου και σε άλλους «αιθεροβάµονες», να ζητήσουµε το βάθος του προβλήµατος, προκειµένου η κοινωνία να έχη υπ’ όψιν της τις σκέψεις µας, οι δε πολιτικές ηγεσίες να τις υπολογίζουν εντάσσοντας και τις πιο άµεσες παρεµβάσεις τους σε στρατηγική προοπτική. ∆εν προσδοκώ βεβαίως τίποτε από το υφιστάµενο παρηκµασµένο πολιτικό σύστηµα. Θα ήθελα να ελπίζω σε όσους από αυτό κατορθώσουν να υπερβούν το ζοφερό ήθος του και κυρίως να ελπίζω στο διάδοχο σχήµα του. Θα µιλούµε για ανανεωµένο πολιτικό σύστηµα εφ’ όσον εκφράζη εκείνους οι οποίοι θα πάρουν επάνω τους σαν δύναµι τον πόνο της χώρας, ξέροντας ότι όσο δεν αφήνουµε την ζωή κι αυτή δεν µας αφήνει.
Ετσι έχει αντίκρυσµα η ευχή: Ευλογηµένος ο καινούργιος χρόνος!
2 Σχόλια
- στο Ιανουαρίου 6, 2012 στις 11:53 μμ | MarsΔημιουργική χαρά της νόησης, αλλά, τελικά, και της ψυχής τα λόγια του κ. Ράμφου με οδηγούν στο δρόμο της ”σιωπής”. Α.Λ.
- στο Ιανουαρίου 9, 2012 στις 8:14 μμ | Berlin -3Κύριε Στέλιο Ράμφο… πόσο κόσμο παρασέρνεται στο μονοπάτι της ανά-στασης, της ανά-γέννησης! Μακάρι η προσπάθεια μου να φτάσει εκεί που προτάσσουν οι λόγοι σας! Μακάρι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου