«Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο M.A. Rothschild, επιφανές μέλος της ομώνυμης ευρωπαϊκής (γερμανικής) ιουδαϊκής οικογένειας, η οποία ίδρυσε στα τέλη του 18ου αιώνα τα γνωστά τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο δε αμερικανοκαναδός οικονομολόγος J.K. Galbraith, γνωστός υπέρμαχος του φιλελευθερισμού, είχε τονίσει ότι, «Η διαδικασία, με την οποία οι τράπεζες δημιουργούν νέο χρήμα, είναι τόσο απλή, που το μυαλό αηδιάζει».
Αναλυτικότερα, με τη διαδικασία της «δημιουργίας» χρήματος «κατασκευάζεται» ουσιαστικά το «λογιστικό χρήμα»,
το οποίο στη συνέχεια «διοχετεύεται» στο κυκλοφοριακό σύστημα της
Οικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει βέβαια με την εκτύπωση
χρημάτων, αλλά με την λήψη δανείων εκ μέρους του δημοσίου, των
επιχειρήσεων και των ιδιωτών, από τις εμπορικές τράπεζες – επίσης, με τη
δανειοδότηση των ιδιωτικών τραπεζών από τις εκάστοτε κεντρικές τους, ή
από την αντίστοιχη μεταξύ τους, στη διατραπεζική αγορά.
Για
παράδειγμα, όταν μία εταιρεία (ιδιώτης, δημόσιο) δανείζεται από μία
εμπορική τράπεζα, «δημιουργούνται» αυτόματα νέα χρήματα – όπως και όταν η
ιδιωτική τράπεζα δανείζει κάποια άλλη ή δανείζεται από την κεντρική.
Εκτός αυτού, δημιουργούνται επίσης νέα χρήματα από τις ιδιωτικές
τράπεζες, όταν αγοράζουν στοιχεία του Ενεργητικού τους (αξιόγραφα,
ακίνητα κλπ), ανοίγοντας πιστωτικό λογαριασμό (όψεως) στον πωλητή, με
τον οποίο συναλλάσσονται.
Έτσι λοιπόν, η «δημιουργία» του νέου χρήματος είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία πιστώσεων,
ενώ η εξόφληση των πάσης φύσεως δανείων, ή η πώληση των στοιχείων του
ενεργητικού από τις τράπεζες «καταστρέφει», περιορίζει δηλαδή, την
υφιστάμενη ποσότητα χρημάτων. Τα «άϋλα» χρήματα δε που «παρασκευάζονται»
ή «καταστρέφονται» με αυτόν τον τρόπο, ονομάζονται, σε αντίθεση με αυτά
που προέρχονται από τα ευγενή μέταλλα, «Fiat Money» - από το λατινικό «fiat», το οποίο μεταφράζεται ως «δημιουργία» (στην προκειμένη περίπτωση, χρήματα που δημιουργούνται από το τίποτα.
Είναι
ίσως σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ ότι, τα χρήματα που δημιουργούνται με
αυτή τη «μαγική» διαδικασία, αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες (ΑΕΠ),
εφόσον δανείζονται έναντι υλικών αξιών (ακίνητα, αξιόγραφα, μετοχές
κλπ), οι οποίες «δεσμεύονται» από τις τράπεζες σαν εγγυήσεις. Όταν όμως
οι υλικές αυτές αξίες είναι υπερτιμημένες, όπως στο παράδειγμα των Subprimes (Η.Π.Α., Ισπανία, Ιρλανδία κλπ), όταν δηλαδή υπάρχουν «στρεβλώσεις» στις αγορές, τότε τα χρήματα που δημιουργούνται με το συγκεκριμένο αντίκρισμα είναι εντελώς αδικαιολόγητα – με αποτέλεσμα να «εκβάλλουν» στις γνωστές μας χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπου «καταστρέφονται» (διαγράφονται) στην πραγματικότητα οι υπερβάλλουσες ποσότητες.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης ότι, οι εμπορικές τράπεζες επιτρέπεται να δανείζουν
στους καταναλωτές (επιχειρήσεις και ιδιώτες), ένα συγκεκριμένο
πολλαπλάσιο ποσόν των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους (καταθέσεων), στην
εκάστοτε κεντρική τράπεζα. Στην Ευρώπη (ΕΚΤ) είναι υποχρεωμένες να
διαθέτουν ένα ελάχιστο απόθεμα καταθέσεων (ρεζέρβα) ύψους 2% - γεγονός
που σημαίνει ότι μπορούν να δανείζουν το 50πλάσιο των καταθέσεων που διατηρούν στην κεντρική τράπεζα, με τη μορφή λογιστικών χρημάτων (θα αλλάξει στο 33πλάσιο, με βάση τη συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, αλλά από το 2018 – τόσος ήταν ο «πολλαπλασιαστής» κεφαλαίων στη Lehman Brothers, όταν χρεοκόπησε).
Σε
ορισμένες χώρες (Καναδάς, Σουηδία, Μ. Βρετανία) δεν είναι υποχρεωμένες
οι ιδιωτικές τράπεζες να διαθέτουν ελάχιστα αποθέματα στις κεντρικές.
Φυσικά τηρούνται παράλληλα ορισμένοι άλλοι κανόνες, όπως το ύψος των
καταθέσεων σε σχέση με την εκχώρηση δανείων, έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο για τις τράπεζες, η «διαχείριση» των αποταμιεύσεων και
διάφοροι άλλοι, στους οποίους θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο μέλλον.
Ειδικά όσον αφορά τα μετρητά χρήματα, η δημιουργία τους είναι
αποκλειστικό «προνόμιο» της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας – αν και
αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος (περί το 3%), της συνολικής ποσότητας
χρήματος, ενώ βαίνουν συνεχώς μειούμενα.
Η
αιτία της μείωσης των μετρητών χρημάτων, ανεξάρτητα με τα όσα συνήθως
λέγονται, είναι η περιορισμένη ωφέλεια (κερδοφορία) των τραπεζών, αφού
δεν μπορούν να 50πλασιαστούν ανάλογα - παράλληλα με το ότι απαιτούνται
ίσου ύψους καταθέσεις των εμπορικών, στις κεντρικές τράπεζες. Αυτός
είναι ουσιαστικά ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι συναλλαγές με μετρητά
χρήματα περιορίζονται συνεχώς, ακόμη και νομοθετικά, αντικαθιστάμενες με
το «πλαστικό χρήμα», με τη χρήση επιταγών ακόμη και για μικρά ποσά κλπ.
Οι τράπεζες αντιπαθούν λοιπόν
τις συναλλαγές με μετρητά, επειδή διαθέτουν συνήθως πολύ περιορισμένα
αποθέματα πραγματικών χρημάτων – για κανέναν άλλο λόγο.
Συνεχίζοντας, από τα παραπάνω τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η «τοκογλυφική» λειτουργία των τραπεζών,
η οποία δεν είναι «σχήμα λόγου», αλλά απτή πραγματικότητα. Για
παράδειγμα, όταν μία τράπεζα διαθέτει καταθέσεις ενός εκατομμυρίου στην
κεντρική μπορεί, σύμφωνα με όσα έχουμε αναφέρει, να δανείζει 50
εκατομμύρια – δηλαδή, 49.000.000 περισσότερα από αυτά που διαθέτει. Εάν
χρεώνει λοιπόν επιτόκιο 5%, κερδίζει ετήσια 2.500.000, διαθέτοντας
καταθέσεις ύψους 1.000.000. Επομένως, κερδίζει 250% ετησίως στο ποσόν που πραγματικά «επενδύει» - ένα εξόφθαλμα τοκογλυφικό επιτόκιο, άνω του 20% μηνιαία (οι τοκογλύφοι κερδίζουν πολύ λιγότερα).
Εάν
συμπληρώσουμε δε ότι οι τράπεζες, με διάφορα τεχνάσματα πολλαπλασιάζουν
ακόμη περισσότερο τον «αέρα» που δανείζουν (για παράδειγμα, όταν
ασφαλίζουν τα δάνεια τους, θεωρούνται σαν να μην υπάρχουν – έτσι
λειτούργησαν οι τράπεζες με τα γνωστά μας πια CDS, τα Credit Default Swaps), τότε τα επιτόκια που απολαμβάνουν στο αρχικό τους εγγυητικό κεφάλαιο του 1.000.000, ξεπερνούν κατά πολύ το 500% ετησίως.
Επίσης
από εδώ διαπιστώνεται το τεράστιο πρόβλημα που θα δημιουργούταν στις
τράπεζες των χωρών που έχουν δανείσει τη χώρα μας (κάτι ανάλογο συνέβη
με την πτώχευση της Lehman Brothers),
στην περίπτωση μίας ενδεχόμενης χρεοκοπίας της. Στον Πίνακα Ι φαίνεται,
για παράδειγμα, ότι, οι Γαλλικές τράπεζες, οι οποίες είχαν δανείσει
στην Ελλάδα 75 δις $, είχαν καταθέσεις στην ΕΚΤ, για το συγκεκριμένο βέβαια δάνειο, το πολύ 1,5 δις $ - με υποθετικό πολλαπλασιαστή (leverage – ξεπερνάει συχνά το 100πλάσιο) μόλις 50πλάσιο:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου σε εκ. δολάρια, καταθέσεις χρημάτων στην εκάστοτε κεντρική τράπεζα, σε εκ. δολάρια
ΧΩΡΑ
|
Ομόλογα
|
Καταθέσεις στις κεντρικές τράπεζες
|
|
|
|
Γαλλία
|
75.452
|
1.509,04
|
Ελβετία
|
63.966
|
1.279,32
|
Γερμανία
|
43.236
|
864,72
|
|
16.411
|
328,22
|
Μ. Βρετανία
|
12.342
|
246,84
|
Ολλανδία
|
11.849
|
236,98
|
Πορτογαλία
|
10.317
|
206,34
|
|
8.506
|
170,12
|
Ιαπωνία
|
8.447
|
168,94
|
Ιταλία
|
8.381
|
167,62
|
Υπόλοιπες χώρες
|
43.693
|
873,86
|
|
|
|
Γενικό σύνολο
|
302.600
|
6.052
|
Πηγή: Αναφορά τρίτου τετραμήνου 2009 της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από τον Πίνακα Ι διαπιστώνεται ότι, υποθέτοντας πως όλες οι ξένες τράπεζες δάνεισαν τη χώρα μας μόνο με το 50πλάσιο των καταθέσεων τους στην εκάστοτε κεντρική τους, διέθεσαν μόλις 6,052 δις $ - για συνολικά δάνεια 302.600 εκ. $. Εάν όμως η Ελλάδα χρεοκοπούσε, θα ήταν υποχρεωμένες να καταθέσουν τα υπόλοιπα 296,548 δις $
στην κεντρική τράπεζα – ένα πραγματικά τεράστιο ποσόν (το 50πλάσιο), το
οποίο θα οδηγούσε ίσως κάποιες από αυτές επίσης στη χρεοκοπία (ένα από
τα σημαντικότερα «διαπραγματευτικά χαρτιά», το οποίο φαίνεται ότι δεν χρησιμοποίησε η κυβέρνηση μας, για λόγους που μόνο η ίδια γνωρίζει).
Ένα επόμενο συμπέρασμα είναι το ότι, μας δάνεισαν 6,52 δις $ πραγματικά χρήματα, εισπράττοντας «τοκογλυφικούς τόκους» για 302.600 δις $ λογιστικό χρήμα (το
ίδιο συμβαίνει προφανώς και με τις Ελληνικές τράπεζες, όσον αφορά τα
δάνεια τους στο δημόσιο). Το τι θα σήμαινε μία ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ιρλανδίας, η οποία οφείλει πάνω από 730 δις $ στις τράπεζες (εξ
αυτών, τα 508,6 δις $ στις ευρωπαϊκές), είναι τουλάχιστον
«ανατριχιαστικό». Πόσα κερδίζουν βέβαια οι νέοι δανειστές μας, από το
«πακέτο» στήριξης της οικονομίας μας, με το «ψηφιακό ποσόν» των 110 δις € που μας δανείζουν πλέον ενυπόθηκα, με «δόσεις υποτέλειας», είναι αρκετά εμφανές – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν θα έχουν την παραμικρή διάθεση να μας «επιτρέψουν» (επιστρέψουν) την Εθνική μας κυριαρχία.
Ο κίνδυνος τώρα των μαζικών αναλήψεων των καταθετών από τις τράπεζες (επιδρομή στις τράπεζες - Bank run)
οφείλεται στο ότι, οι τράπεζες διαθέτουν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των
καταθέσεων σε μετρητά, της τάξης του 3%. Εάν λοιπόν ένας μεγαλύτερος
αριθμός καταθετών θελήσει να αποσύρει τα χρήματα του, οι τράπεζες
αδυνατούν να τα διαθέσουν. Έτσι συνέβη σε γενικές γραμμές στην κρίση του
1930 - κάτι που τελικά επιλύθηκε αργότερα, ως ένα βαθμό, με τη βοήθεια
της ίδρυσης των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες καλύπτουν (εν μέρει
φυσικά), τέτοιου είδους ενδεχόμενα (Bank run).
Αυτό που επίσης συνέβη στην ίδια κρίση (1930), ήταν η μανία «αποχρέωσης» των νοικοκυριών
(επιστροφή παλαιών δανείων, κανένας νέος δανεισμός) – γεγονός που είχε
σαν αποτέλεσμα, αφενός μεν την «καταστροφή» μεγάλων ποσοτήτων χρήματος,
αφετέρου το μηδενισμό της δημιουργίας νέων (μία από τις σημαντικότερες
«παρενέργειες» του φαινομένου του «στασιμοπληθωρισμού», από τον οποίο κινδυνεύει τα μέγιστα σήμερα η χώρα μας, λόγω της ΔΝΤ-πολιτικής, στην οποία «σέρνεται» κυριολεκτικά η κυβέρνηση μας).
Χωρίς
να επεκταθούμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες, αφού ο σκοπός του κειμένου
μας είναι διαφορετικός (θα επανέλθουμε με ιδιαίτερο άρθρο μας), δεν
μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί, ποια είναι η τελική πηγή των χρημάτων – κάτι αντίστοιχο δηλαδή, με την αναζήτηση της αρχής του σύμπαντος και του δημιουργού του.
Ψάχνοντας την απάντηση, καταλήγει εύκολα στην Τράπεζα των Τραπεζών – στην «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών» δηλαδή (Bank for International Settlements ή BIS)
η οποία, με έδρα τη Βασιλεία, λειτουργεί ουσιαστικά σαν την κεντρική
τράπεζα των κεντρικών τραπεζών. Η πόλη αυτή της Ελβετίας είναι γνωστή
από τους κανόνες που θεσπίζονται για το διεθνές χρηματοπιστωτικό
σύστημα, με την ονομασία Βασιλεία Ι, Βασιλεία ΙΙ κλπ. Επίσης, από την εντυπωσιακά μεγάλη έκθεση χρυσού και πολυτίμων λίθων, στην οποία πρωτοστατούν οι Εβραίοι.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ BIS
Η «κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών» (BIS)
είναι μία διεθνής οργάνωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου, η οποία
διαχειρίζεται ένα μέρος των διεθνών συναλλαγματικών αποθεμάτων. Ιδρύθηκε
το 1930 από τις κεντρικές τράπεζες του Βελγίου, της Γερμανίας, της
Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας, καθώς επίσης από δύο ομίλους ιδιωτικών τραπεζών
των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας. Ο αρχικός σκοπός της ίδρυσης της ήταν η
εξασφάλιση της ικανότητας αποπληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων του 1ου παγκοσμίου πολέμου από τη Γερμανία, σε συνδυασμό με το Young-Plan (συμφωνία αποζημιώσεων και προγραμματισμός της πληρωμής τους, η οποία γράφτηκε το 1929 και υιοθετήθηκε το 1930).
Ήδη
όμως από το 1931, όπου σταμάτησε η πληρωμή των αποζημιώσεων εκ μέρους
της Γερμανίας, λόγω της παγκόσμιας τότε χρηματοπιστωτικής κρίσης, έπαψε
να υφίσταται ο λόγος, για τον οποίο ιδρύθηκε η τράπεζα. Εν τούτοις,
συνέχισε τη λειτουργία της, αφού μετατράπηκε στην κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών,
η οποία συνέβαλλε στη στενότερη συνεργασία των κεντρικών τραπεζών
μεταξύ τους - ενώ προσέφερε δυνατότητες νέων επιχειρηματικών
δραστηριοτήτων (businesses).
Στην BIS αντιπροσωπεύονταν κυρίως τα ηγετικά αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (JP Morgan Chase & Co, Morgan Stanley, Chase National Bank of Rockefeller, Dillon-Read Group, Bank house J.Henry Schroeder New York), τα οποία ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για «επιχειρηματικές συνεργασίες» με τη Γερμανία. Από γερμανικής πλευράς, συμμετείχε κυρίως ο Kurt von Schroeder, ένας από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του Hitler.
Στην περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού (1933-1945), η BIS θεωρούταν ιδιαίτερα «φιλοναζιστική»,
με μία εξαιρετικά μεγάλης επιρροής γερμανική ομάδα εντός της. Για
παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας του 3ου Ράιχ ήταν ένας από τους προέδρους της BIS. Το 1938, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, η BIS ανέλαβε τον αυστριακό χρυσό, ενώ «βοήθησε» στην αποστολή μέρους του τσεχικού χρυσού, προς όφελος των ναζί, μετά την κατάληψη της Τσεχίας (1939). Τότε, ο βρετανός λόρδος Montagun Norman, ένας από τους προέδρους της BIS και ταυτόχρονα διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, δεν εμπόδισε τη μεταφορά του τσεχικού χρυσού, προς όφελος των ναζί.
Τον Απρίλιο του 1939 ανέλαβε επίσημα πρόεδρος της BIS ο αμερικανός δικηγόρος Thomas Mc Kittrick, ο οποίος εκπροσωπούσε παράλληλα τα συμφέροντα των Rockefellers, ενώ κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, η BIS διακανόνιζε όλες τις απαιτούμενες συναλλαγματικές δραστηριότητες του 3ου Ράιχ
– όπως, για παράδειγμα, τις «συναλλαγές» με τον κλεμμένο χρυσό των
κεντρικών τραπεζών των χωρών που είχαν καταληφθεί από τη ναζιστική
Γερμανία. Το ίδιο χρονικό διάστημα, η τράπεζα ήταν ο μυστικός τόπος συνάντησης γερμανών, ηγετικών στελεχών του Hitler, με διεθνείς τραπεζίτες - καθώς επίσης, με τον αρχηγό της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας στην Ελβετία.
Το
1943, οι προσπάθειες του τότε υπουργού οικονομικών των Η.Π.Α., καθώς
επίσης της εξόριστης νορβηγικής κυβέρνησης να πάψει η λειτουργία της BIS, λόγω της ναζιστικής της «καταγωγής», δεν ευοδώθηκαν – μεταξύ άλλων, ο Keynes ήταν υπέρ της διατήρησης της, τεκμηριώνοντας τη θέση του με το ότι, η BIS θα φαινόταν χρήσιμη για την «επανόρθωση» της οικονομίας μετά τον πόλεμο. Μέχρι το 1990 δε έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να διατηρηθεί κρυφό το ναζιστικό παρελθόν της BIS - παρά το ότι το 1952 είχε γραφεί ένα βιβλίο για την ιστορία της, από το Δανό K.Moltke.
Το βιβλίο αναφερόταν ουσιαστικά στην «υπόγεια» σχέση και στη στενή συνεργασία του αμερικανικού με το γερμανικό Καρτέλ, με συνδετικό κρίκο την τράπεζα των τραπεζών
– κάτι που ενδεχομένως συνεχίζει να συμβαίνει, ειδικά όσον αφορά τα δύο
αυτά ηγετικά Καρτέλ των πολυεθνικών. Πρόκειται λοιπόν για τη «φωλιά του κτήνους», όπως χαρακτηρίζουν το αιμοβόρο, αδρανές κερδοσκοπικό κεφάλαιο πολλοί οικονομολόγοι, η οποία (φωλιά) είναι ταυτόχρονα η «σκοτεινή σπηλιά» συνάντησης και συντονισμού του γερμανικού με το αμερικανικό, αλλά και με τα υπόλοιπα «δυτικά» Καρτέλ (των εντολοδόχων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας δηλαδή).
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ BIS
Η
τράπεζα των τραπεζών άρχισε να λειτουργεί κανονικά το 1945, αφού άλλαξε
το καταστατικό της - έτσι ώστε όλες οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες,
επίσης οι σοσιαλιστικές (με εξαίρεση τη Σοβιετική Ένωση και την Α.
Γερμανία), να είναι μέλη της. Μεταξύ των ετών 1962 και 1971, το κεντρικό
βάρος των δραστηριοτήτων της ήταν η καταπολέμηση των συναλλαγματικών
κρίσεων, σε στενή συνεργασία με τους G10, όπου εκπροσωπούνταν οι κεντρικές τράπεζες των δέκα σημαντικότερων μελών του ΔΝΤ και της Ελβετίας (δεν ήταν τότε μέλος του Ταμείου).
Από το 1971, μετά το χρονικό σημείο δηλαδή που έπαψε να ισχύει ο
κανόνας του χρυσού και η σύνδεση των νομισμάτων με το δολάριο, οι
δραστηριότητες της BIS αφορούσαν κυρίως τις ευρωπαϊκές αγορές
συναλλάγματος, την επίβλεψη των τραπεζών, καθώς επίσης των ασφαλιστικών
εταιρειών.
Ουσιαστικά η BIS είναι μία διεθνής «οργάνωση», η οποία «ορίζεται» από το ιδιαίτερο status μίας ανώνυμης εταιρείας «εξειδικευμένου Δικαίου»,
με έδρα τη Βασιλεία και δύο υποκαταστήματα – στην πρωτεύουσα του
Μεξικού και στο Χονγκ Κονγκ. Τα ίδια κεφάλαια της ήταν αρχικά 1,5 δις «χρυσά φράγκα»,
χωρισμένα σε 600.000 μετοχές, αξίας 2.500 «χρυσά φράγκα» η κάθε μία
(ένα «χρυσό φράγκο» αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από 0,29 γραμμάρια
καθαρού χρυσού).
Κατά τον επίσημο ισολογισμό της από τις 31.10.2010, το μετοχικό κεφάλαιο είναι χωρισμένο σε 547.125 μετοχές, αξίας 5.000 SDR (Special Drawing Right) εκάστης. Το SDR είναι μία ειδική μονάδα μέτρησης, ένα ειδικό, δικό τους νόμισμα δηλαδή («Θεϊκό»), το οποίο χρησιμοποιεί το ΔΝΤ – στις 31.03.2009 το 1 SDR αντιστοιχούσε με 1,493 $, ενώ υπολογίζεται σε σχέση με ένα ειδικό καλάθι διαφόρων ισχυρών νομισμάτων (η στενή σχέση της τράπεζας των τραπεζών με το ΔΝΤ, τον εντολοδόχο του Καρτέλ, καθώς επίσης οι ειδικοί μέθοδοι μέτρησης/αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται από το Βατικανό του Κεφαλαίου, όπως αποκαλείται από κάποιους η BIS, είναι φανερή).
Οι μέτοχοι της είναι κεντρικές τράπεζες ενώ, παρά το καινούργιο καταστατικό της, υπάρχουν ακόμη μερικοί ιδιώτες-μέτοχοι, οι οποίοι δεν θέλουν να αποκαλυφθούν τα στοιχεία τους
και δεν τους γνωρίζει κανένας «θνητός». Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί,
αναφέρεται στα εξαιρετικά κερδοφόρα, στα εμφανή βέβαια αποτελέσματα της BIS, για το έτος χρήσης της που έληξε την 31.03.2010:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Αποτελέσματα χρήσεως 31.03.2009 – 31.03.2010, σε εκ. SDR
Στοιχεία
|
31.03.2010
|
31.03.2009
|
|
|
|
Σύνολο Ενεργητικού
|
*258.893,30
|
255.386,70
|
Καταθέσεις σε συνάλλαγμα
|
195.755,10
|
197.222,10
|
Καταθέσεις σε χρυσό
|
32.064,10
|
23.052,10
|
Ίδια Κεφάλαια
|
683,10
|
683,10
|
Καθαρό Κέρδος
|
**1.859,80
|
446,10
|
|
|
|
Κέρδος ανά μετοχή σε SDR
|
***3.405,40
|
816,80
|
* Περίπου 258 δις SDR, ήτοι 384 δις $
** Περίπου 1,8 δις SDR. ήτοι 2,68 δις $
*** 3.405 SDR ή 5.083 $
Πηγή: Ισολογισμός BIS
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Στη
Γενική Συνέλευση, στο ανώτατο όργανο της τράπεζας, συμμετείχαν το 2001
συνολικά 49 κεντρικοί τραπεζίτες με δικαίωμα ψήφου. Εκτός από τις χώρες
των G10,
μέλη είναι η ΕΚΤ (1999), οι κεντρικές τράπεζες όλων των
δυτικοευρωπαϊκών χωρών, αρκετές της Α. Ευρώπης και οι σημαντικότερες
ασιατικές χώρες – περαιτέρω, οι μεγαλύτερες λατινοαμερικανικές τράπεζες,
καθώς επίσης οι κεντρικές τράπεζες της Κίνας, της Ινδίας, της Σαουδικής
Αραβίας και της Ν. Αφρικής.
Η BIS διαχειρίζεται,
από τη θέση της σαν κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, ένα μέρος
των συναλλαγματικών αποθεμάτων πάρα πολλών κρατών, καθώς επίσης
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τέλη του 2000, τα συναλλαγματικά αποθέματα
που διατηρούνταν εκεί ήταν της τάξης του 7% των παγκοσμίων αποθεμάτων, με πελάτες της 120 κεντρικές τράπεζες.
Τα χρηματικά αποθέματα διατηρούνται σε κατάσταση «υψηλής ρευστότητας», έτσι ώστε να διατίθενται αμέσως, όταν χρειαστούν. Η BIS λειτουργεί επίσης σαν επενδυτική τράπεζα (Investment Bank)
των κεντρικών τραπεζών, με στόχο την αύξηση των αποδόσεων τους από τα
συναλλαγματικά τους αποθέματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε εκχωρεί
βραχυπρόθεσμες «διευκολύνσεις», ενώ χρηματοδοτεί συνήθως δάνεια, τα οποία εγγυάται η Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ.
Περαιτέρω η BIS είναι, με βάση το καταστατικό της, ένα φόρουμ διεθνούς συνεργασίας για χρηματοοικονομικά θέματα, καθώς επίσης για τα θέματα του χρυσού.
Συμμετέχει σε διαδικασίες στήριξης των ευρωπαϊκών νομισμάτων ενώ, στα
πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, όπου έχουν αυξηθεί οι διασυνοριακές ροές
των χρημάτων σε μεγάλο βαθμό, «εποπτεύει» επίσημα τις κινήσεις τους
(προφανώς, με τις πληροφορίες που κατέχει, μπορεί να κερδίζει
απεριόριστες ποσότητες χρημάτων). Στον τομέα των ιδιωτικών τραπεζών,
ασχολείται με τις συνθήκες εποπτείας τους (Βασιλεία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ κλπ),
όπως τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια τους (8% του συνολικού τους ενεργητικού).
Με τον τομέα των ασφαλιστικών εταιρειών ασχολείται η «διεθνής ένωση των Αρχών εποπτείας των ασφαλειών» (IAIS, μέλη 100 κράτη), η γραμματεία της οποίας έχει έδρα, από το 1988, στην BIS.
Ολοκληρώνοντας, η BIS ασχολείται
με την έρευνα στους τομείς της πολιτικής χρήματος, εκδίδει μελέτες σε
επιστημονικά έντυπα, καθώς επίσης γενικές οικονομικές αναλύσεις ανά
τρίμηνο. Συγκεντρώνει στοιχεία από όλα τα μέλη της και τα εμφανίζει σε
διεθνείς τραπεζικές στατιστικές, με ιδιαίτερη σημασία στην πρόβλεψη των
κινδύνων υπερχρέωσης των κρατών, καθώς επίσης την έγκαιρη διαπίστωση
μελλοντικών κρίσεων – σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Τέλος,
πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν κατάφερε να προβλέψει έγκαιρα την παρούσα
οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε (επίσημα) με την κατάρρευση της Lehman Brothers - παρά την οργάνωση, την ποιότητα και τις λεπτομερείς, παγκόσμιες πληροφορίες της. Άλλοι βέβαια πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο:
Ότι δηλαδή η ίδια την προκάλεσε,
συντονίζοντας τις δυνάμεις όλου του τραπεζικού συστήματος, στα πλαίσια
της ολοκληρωτικής επίθεσης του Καρτέλ εναντίον των αδύναμων χωρών, των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων της «δύσης» - με στόχους
είτε την υποδούλωση συγκεκριμένων χωρών (με τη βοήθεια της αποκρατικοποίησης της Πολιτικής),
είτε την ήττα του κοινωνικού καπιταλισμού από τον μονοπωλιακό, είτε τη
«λεηλασία» κάποιων επιχειρήσεων (ιδίως των κερδοφόρων κοινωφελών), είτε
τη «συμπίεση» των αμοιβών των εργαζομένων (στο ύψος του κινεζικού
«προτύπου»), είτε άλλους.
ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) είναι προφανώς το κέντρο, το «σημείο μηδέν» δηλαδή, του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος – «η φωλιά του Κτήνους», η «ναυαρχίδα» των διεθνών τοκογλύφων καλύτερα, η οποία «απομυζά» το αίμα που ρέει στο κυκλοφοριακό σύστημα των αγορών. Η οργάνωση επιτυγχάνει ετήσια κέρδη δισεκατομμυρίων, χωρίς να πληρώνει ούτε στο ελάχιστο φόρους,
όπως όλοι εμείς οι θνητοί. Οι ικανότατοι διαχειριστές της
διαπραγματεύονται με αξιόγραφα, με χρυσό και με κάθε άλλου είδους
εμπορεύματα (commodities), σε έναν δικό τους κόσμο χωρίς σύνορα – ενώ κανένα δικαστήριο και καμία κυβέρνηση δεν ελέγχει τις δραστηριότητες τους. Όποιος θελήσει να επισκεφθεί τα 18όροφα κεντρικά της, δίπλα από το σιδηροδρομικό σταθμό της Βασιλείας, οφείλει να γνωρίζει ότι εισέρχεται σε διεθνές έδαφος, αφού η Ελβετική αστυνομία δεν έχει καμία δικαιοδοσία (πηγή: Tagespiegel).
Οι συζητήσεις που γίνονται στις «οχυρωμένες», ασφαλείς εγκαταστάσεις της BIS
είναι απόλυτα εμπιστευτικές – ενώ οι αίθουσες είναι μονωμένες, έτσι
ώστε να μην μπορούν να ακουστούν αυτά που διαδραματίζονται εντός τους. Πέντε φορές ετήσια συναντώνται εδώ οι κυρίαρχοι των επιτοκίων και
των ποσοτήτων χρημάτων που διατίθενται στις αγορές παγκοσμίως, για
μυστικές ανταλλαγές απόψεων. Οι κεντρικοί τραπεζίτες των 56 χωρών-μελών
της Γενικής της συνέλευσης σήμερα, αποφασίζουν στη Βασιλεία για τις πολιτικές αντιμετώπισης του χάους που βασιλεύει στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς επίσης για τα «πακέτα» στήριξης των χωρών που είναι αντιμέτωπες με οικονομικές κρίσεις – χωρίς κανένας να ενημερώνεται για το περιεχόμενο των άκρως απορρήτων συζητήσεων τους.
Στο
ίδιο κτίριο στεγάζεται το «Συμβούλιο της Βασιλείας για την εποπτεία των
τραπεζών», καθώς επίσης το «Συμβούλιο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» (Financial Stability Board) – εκείνες οι οργανώσεις δηλαδή, στις οποίες οι χρηματοπιστωτικοί «επόπτες» των 20 μεγαλυτέρων κρατών (G20) συμφωνούν μόνοι τους τα ελάχιστα «στάνταρντ» (συμφωνίες της Βασιλείας), για την προστασία του κλάδου του χρήματος. Η BIS,
στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαθέτει μόνο τους χώρους συνάντησης,
αλλά τις ειδικές της γνώσεις, καθώς επίσης τα 550 άτομα του προσωπικού
της.
Η βασική ασχολία όμως του προσωπικού της, είναι η διαχείριση ενός μέρους των αποθεμάτων (ρεζέρβες) της ΕΚΤ ή της Fed,
με εντολή δική τους. Τα κέρδη από τη διαχείριση κεφαλαίων των κεντρικών
τραπεζών, ύψους περί τα 300 δις €, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα
(περί τα 2,68 δις $), ενώ καθιστούν ανεξάρτητη την BIS. Οι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού» εδώ είναι οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών και όχι οι εθνικές κυβερνήσεις - γεγονός που προστατεύει την τράπεζα από τις πολιτικές επιρροές. Όπως λέγεται δε, «Εδώ αποφασίζουν μόνο οι Bernanke οι Trichet αυτού του κόσμου, κανένας πολιτικός».
Ίσως
το σημαντικότερο πρόσφατο γεγονός, ήταν η υποχρεωτική αύξηση των ιδίων
κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυμάτων, με βάση τα οποία προσφέρουν δάνεια
έως και 50πλάσια των χρημάτων, τα οποία πραγματικά διαθέτουν – με
αντίστοιχο πολλαπλασιασμό των ευκαιριών (κερδών), αλλά και του ρίσκου,
στην περίπτωση που οι τοποθετήσεις τους (δάνεια, επενδύσεις) αποδειχθούν
ζημιογόνες. Η μείωση του πολλαπλασιαστή αυτού στο 33 (50 σήμερα), από
το 2018, η τοποθέτηση δηλαδή ενός ανωτάτου ορίου χρέωσης των τραπεζών, στο 33πλάσιο των καταθέσεων τους στις εκάστοτε κεντρικές τράπεζες, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο διεθνές τραπεζικό λόμπυ.
Ο παγκόσμιος σύλλογος των μεγάλων τραπεζών (Institute of International Finance), πρόεδρος του οποίου είναι ο κ. J. Ackerman της Deutsche Bank (μάλλον εβραϊκής καταγωγής), προειδοποίησε την επιτροπή (BIS), ισχυριζόμενος ότι θα χαθούν τουλάχιστον 10.000.000 θέσεις εργασίας – κάτι που θεωρήθηκε εντελώς εσφαλμένο, αφού ένα ελάχιστο μόνο μέρος των τραπεζικών δανείων καταλήγει στην πραγματική οικονομία. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος τοποθετείται στα χρηματιστήρια, με υπερ100πλάσιο «πολλαπλασιαστή» – γεγονός που προσφέρει ονειρικές αποδόσεις στις τράπεζες (αλλά και απίστευτα μεγάλα ρίσκα).
Η BIS ΚΑΙ Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
Ο αμερικανικός όμιλος GATA (Gold Anti-Trust Action Committee),
κατέθεσε το Φεβρουάριο του 2002 (λίγο αργότερα ξεκίνησε παραδόξως η
άνοδος των τιμών του χρυσού, μετά από πάρα πολλά χρόνια σταθερής
διατήρησης της ισοτιμίας του), στο δικαστήριο της Βοστόνης, αγωγή
εναντίον του αμερικανικού αποθετηρίου, της κεντρικής τράπεζας των Η.Π.Α.
(Fed), καθώς επίσης διαφόρων μεγάλων τραπεζών. Κατηγορούμενοι ήταν πολιτικοί, όπως ο πρώην Πρόεδρος B. Clinton και ο πρώην υπουργός οικονομικών L. Summers, ο διοικητής της Fed κ. A. Greenspan, καθώς επίσης οι πολυεθνικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η BIS, η J.P.Morgan, η Chase Manhattan, η Citigroup, η Goldman Sachs και η Deutsche Bank.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η κυβέρνηση των Η.Π.Α., σε συνεργασία με τις ηγετικές τράπεζες του κλάδου, είχε «χειραγωγήσει» από το 1994 και μετά την τιμή του χρυσού, με στόχο τη διατήρηση της σε χαμηλά επίπεδα.
Ο στόχος των τραπεζών ήταν η επίτευξη μεγάλων κερδών, ενώ η κυβέρνηση
των Η.Π.Α. αποσκοπούσε στην παραπλάνηση του υπολοίπου κόσμου, σε σχέση
με την ισχύ του δολαρίου – το οποίο ουσιαστικά διατηρούταν τεχνητά
υπερτιμημένο, έτσι ώστε να παραμένει παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, χωρίς τον ανταγωνισμό των υπολοίπων νομισμάτων (πηγές: B.Seiler, gata.org). Ειδικότερα, η αγωγή αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στα εξής:
(α) Η τιμή του χρυσού δεν επιτρεπόταν να αυξηθεί, επειδή κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «σήμα κινδύνου» προς τις διεθνείς αγορές, σε σχέση με τον πληθωρισμό του αμερικανικού νομίσματος.
(β) Μία ενδεχόμενη αύξηση της τιμής του χρυσού, θα πρόδιδε τη διεθνή αδυναμία του δολαρίου.
(γ) Θα έπρεπε να προστατευθούν από δυνητικές ζημίες τόσο οι τράπεζες, όσο και τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,
τα οποία δανείζονταν με χαμηλότοκα ομόλογα χρυσού, διαθέτοντας εξ αυτού
πολύ χαμηλά αποθέματα του κίτρινου μετάλλου – κάτι που θα συνέβαινε, θα
ζημιώνονταν δηλαδή οι τράπεζες, εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού.
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο χρυσός αποτελεί ακόμη ένα αξιόπιστο βαρόμετρο του πληθωρισμού ενός νομίσματος
(«εκτύπωση» δυσανάλογων ποσοτήτων χρήματος, με αποτέλεσμα την υποτίμηση
τους), εάν δεν μπορεί κανείς να εξασφαλίσει τεχνητά τη διατήρηση του σε
χαμηλή τιμή, σε σχέση με το συγκεκριμένο νόμισμα (εν προκειμένω, το
δολάριο).
Αναμφίβολα λοιπόν, η αύξηση της τιμής του χρυσού σε σχέση με το δολάριο, «τεκμηριώνει» την αστάθεια του νομίσματος.
Επομένως, εάν η αμερικανική κυβέρνηση ήταν σε θέση να ελέγξει την τιμή
του χρυσού (σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο που συνέταξαν οι δικηγόροι
της GATA), μπορούσε να ελέγξει επίσης την ισοτιμία του δολαρίου – εξαπατώντας τον υπόλοιπο πλανήτη. Συνεπώς, ο χρυσός ήταν ανέκαθεν, ενώ συνεχίζει να είναι, ένα «πολιτικό» μέταλλο.
Αντίθετα, οι τράπεζες έλαβαν τότε μέρος στο, χωρίς καμία αμφιβολία εξαιρετικά πολύπλοκο αυτό παιχνίδι, με στόχο την αποκόμιση υπερκερδών. Η επεξήγηση αυτής της «υπόθεσης εργασίας» είχε ως εξής:
(α) Στα χαρτιά, δανείζονταν οι εμπορικές τράπεζες χρυσό, από την εκάστοτε κεντρική τράπεζα, με πολύ χαμηλό επιτόκιο (περί το 1%).
(β)
Τον χρυσό αυτόν που δανείζονταν, τον πουλούσαν αργότερα στην «ανοιχτή
αγορά», χωρίς την ανάληψη κανενός ρίσκου – αφού γνώριζαν ότι, η τιμή του
θα διατηρούνταν σταθερή (κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τίποτα στον
κόσμο, εάν δεν «χειραγωγείται» η τιμή του).
(γ) Στη συνέχεια, επένδυαν τα έσοδα από την πώληση του χρυσού, σε κρατικά ομόλογα – ή συμμετείχαν στις κερδοσκοπικές αγορές των παραγώγων, οι οποίες υπόσχονταν τεράστια κέρδη, με χαμηλές επενδύσεις (μόνο το 2005, η J.P.Morgan κατείχε παράγωγα αξίας 25 τρις $).
Εάν λοιπόν δεν συνέβαινε κάτι απρόβλεπτο, οι τράπεζες που συμμετείχαν σε αυτό το παιχνίδι (Colpo Grosso)
κέρδιζαν στην κυριολεξία τεράστια ποσά. Εάν όμως κατέρρεαν τα
χρηματιστήρια ή εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού, τον οποίο είχαν
δανεισθεί και όφειλαν να επιστρέψουν αργότερα, τότε οι τράπεζες θα
έχαναν αντίστοιχα τεράστια ποσά, οδηγούμενες στη χρεοκοπία – πόσο μάλλον
αφού, μαζί με την άνοδο της τιμής του χρυσού, θα αυξάνονταν και οι
τόκοι που πλήρωναν για τις ποσότητες που είχαν δανεισθεί, σε επίπεδα που
θα αδυνατούσαν να πληρώσουν.
Μεταξύ άλλων, η GATA ανέφερε
ότι, μεταξύ των ετών 1998 και 2001 η ζήτηση του χρυσού ήταν σημαντικά
μεγαλύτερη από τις ετήσιες ποσότητες εξόρυξης, γεγονός που όφειλε να
οδηγήσει στην αύξηση της τιμής του. Κατά την ίδια, το κέρδος του Καρτέλ
των τραπεζών, με τη βοήθεια της χειραγώγησης της τιμής του χρυσού, ήταν
της τάξης των 42 δις $.
Φυσικά
η αγωγή απορρίφθηκε από το αμερικανικό δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι
ο κατήγορος δεν είχε έννομο συμφέρον. Εμείς βέβαια δεν μπορούμε να
έχουμε σαφή άποψη, αν και οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, τα τελευταία πέντε χρόνια η τιμή του χρυσού σχεδόν 7πλασιάστηκε (από τα 200 $ στα 1.400 $ σήμερα) – κάτι που μάλλον θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά, σχετικά με την πραγματική ισοτιμία του δολαρίου και την μητέρα των κρίσεων που προβλέπεται.
Εάν
δε συνειδητοποιήσουμε ότι, η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος
της, κυρίως εις βάρος άλλων λαών, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα,
στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων
από το πουθενά, ενδεχομένως
να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το
μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε.
Ίσως
δε κάποια στιγμή να πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα
χαρτονομίσματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την
εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» από το Καρτέλ, ισοτιμίες
ανταλλαγής – πόσο μάλλον όταν οι συνολικοί τόκοι επί των συνεχώς
αυξανομένων χρεών, για τους οποίους δεν «κατασκευάζονται» παραδόξως νέα χρήματα (ένα
από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της διαδικασίας), ξεπεράσουν τα συνολικά
κεφάλαια, τα οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα οφείλει στους, ελάχιστους
σχετικά, κυρίαρχους του σύμπαντος.
Κλείνουμε με τα χαρακτηριστικά λόγια του 28ου Προέδρου των Η.Π.Α. W.Wilson, αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα: «Υπάρχει μία (σκοτεινή)
δύναμη τόσο οργανωμένη, τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο
διασφαλισμένη, τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να
προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».
Αθήνα, 11. Δεκεμβρίου 2010
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου