Μια
νέα, δίδυμη κρίση απειλεί πλέον την Ευρωζώνη. Στην προσπάθειά της να
αντιμετωπίσει τα προβλήματα χρέους της περιφέρειας, η Ευρώπη κατέληξε να
μολύνει με τοξικά ομόλογα όχι μόνο την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά
και τις χώρες του ισχυρού πυρήνα του ευρώ με τις τράπεζές τους. Η
αναταραχή στην παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια νέα, ακόμα πιο
επικίνδυνη φάση. Δεν περιορίζεται πια στην κρίση χρέους. Γεννά και μια
τραπεζική κρίση, που ανακαλεί μνήμες του 2008. Μόνο που αυτή τη φορά
όλοι γνωρίζουν ότι οι κυβερνήσεις δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να
διασώσουν τις τράπεζές τους.
Με τους αναλυτές να προβλέπουν επίθεση
των κερδοσκόπων στη Γαλλία και στις τράπεζές της, οι πιο απαισιόδοξοι
εκτιμούν ότι το ντόμινο δεν θα σταματήσει παρά όταν πια θα έχει φτάσει
στη Γερμανία. Αναλαμβάνοντας απρόθυμα καθήκοντα πυροσβέστη, όταν η
πυρκαγιά της κρίσης χρέους έδειξε να απειλεί την Ιταλία και την Ισπανία,
ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι μπορεί να
«μπάλωσε» προσωρινά το πρόβλημα. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν έδωσε λύση.
Αντίθετα, επέτρεψε στην κρίση να πλήξει τις οικονομίες που μέχρι σήμερα
θεωρούνταν υγιείς ή έστω προστατευμένες.
Αγοράζοντας ιταλικά και ισπανικά
ομόλογα μέσω των δευτερογενών αγορών, η ΕΚΤ πέτυχε να αποκλιμακώσει τις
αποδόσεις τους. Με την ελπίδα ότι τα νέα μέτρα λιτότητας που λαμβάνονται
κυρίως από την Ιταλία, θα ικανοποιήσουν τις αγορές. Όμως, οι
εμπλεκόμενοι στις αγορές δεν μπορούν παρά να ανησυχούν περισσότερο, όταν
βλέπουν την ΕΚΤ να φορτώνει τον ύψους 2 τρισ. ευρώ ισολογισμό της, με
ακόμα περισσότερα τοξικά. Η κεντρική τράπεζα έχει ήδη αναλάβει τεράστια
ρίσκα, στην προσπάθειά της να στηρίξει την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την
Πορτογαλία. Έχει αγοράσει ομόλογα των χωρών αυτών σχεδόν 75 δισ. ευρώ.
Με την κρίση να επεκτείνεται στην Ιταλία και την Ισπανία, ωστόσο, τα
μεγέθη που διακυβεύονται αυξάνονται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου. Μόνο
η ιταλική αγορά κρατικών ομολόγων αγγίζει τα 1,8 τρισ. ευρώ. Επομένως,
είναι σαφές ότι για να έχει κάποιο αποτέλεσμα η παρέμβαση της ΕΚΤ, αυτή
θα πρέπει να είναι πολύ πιο γενναιόδωρη. Οι πρώτες εκτιμήσεις αναφέρουν
ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ.
Τα τοξικά της ΕΚΤ
Ο «τοξικός» ισολογισμός της ΕΚΤ
γίνεται ο Δούρειος Ίππος, μέσω του οποίου η κρίση φτάνει στην καρδιά του
ευρώ. Ο πρώτος στόχος των αγορών δεν θα μπορούσε παρά να είναι η
Γαλλία. Εάν το κόστος δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας αυξηθεί σε
επίπεδα τέτοια, που να καθιστούν τη συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση των
πακέτων διάσωσης ζημιογόνο, τότε το Παρίσι θα βρεθεί αντιμέτωπο με έναν
υπερβολικά μεγάλο «λογαριασμό».
Οι επενδυτές είναι προσηλωμένοι στις
εξελίξεις Γαλλίας. Σύμφωνα με τους ίδιους, η Γαλλία έχει μπερδέψει τις
αγορές και το φθινόπωρο αναμένεται να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του
ενδιαφέροντος. Επί τρία τρίμηνα δεν παρουσιάζει καμία ανάπτυξη, ενώ για
τις προοπτικές της, εν μέσω σκληρής λιτότητας, δεν μπορεί κανείς να
είναι αισιόδοξος, Εάν, όμως, η γαλλική οικονομία οδηγηθεί στην ύφεση,
τότε ολόκληρη η Ευρωζώνη δεν θα καταφέρει να σταθεί σε αναπτυξιακή
τροχιά. Η γαλλική σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν μπορεί να αντέξει δύο
βασικά της μειονεκτήματα: την αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις
και στους πλούσιους. Αυτά δηλαδή που προωθεί η κυβέρνηση Ολάντ. Μπορεί
κανείς να αντέξει ένα από αυτά τα δύο, αλλά όχι και τα δύο. Με δεδομένα
αυτά, δεν υπάρχει κίνητρο να μείνει κάποιος στη χώρα, με αποτέλεσμα να
δούμε σε λίγο φυγή κεφαλαίων και από τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της
Ευρωζώνης, υποστηρίζουν οικονομικοί κύκλοι. Με μεγάλο έλλειμμα και το
χρέος της να φτάνει πλέον ύψη-ρεκόρ, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της
Ευρωζώνης θέλει να εξασφαλίσει πως δεν θα γίνει το επόμενο ντόμινο στην
κρίση χρέους της Ε.Ε., και σε αυτό οφείλεται το γεγονός ότι το Παρίσι
ασκεί πιέσεις ώστε να ενισχυθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Η Γαλλία είναι
ένας από τους σθεναρότερους υποστηρικτές μιας τραπεζικής ένωσης και –με
δεδομένη την έκθεσή της στο χρέος των κρατών που αντιμετωπίζουν τα
μεγαλύτερα προβλήματα– της άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με
κεφάλαια από τα ευρωπαϊκά ταμεία «διάσωσης».
Μνήμες του 2008
Εν μέσω των φημών για επικείμενη
υποβάθμιση της Γαλλίας, η «μετάσταση» της κρίσης στις γαλλικές τράπεζες
δεν θα αργήσει να έρθει. Οι επενδυτές ανησυχούν πολύ για την έκθεσή τους
στα ομόλογα των προβληματικών χωρών της περιφέρειας.
Η σπίθα έχει ανάψει από την περασμένη
Παρασκευή. Η είδηση ότι η Γαλλία θα διασώσει την Credit Immobilier de
France (CIF) εγκρίνοντας την χορήγηση εγγυήσεων έως και 20 δισ. ευρώ,
δημιούργησε έντονο προβληματισμό.
Η τράπεζα που διαθέτει 33 δισ. ευρώ
ενεργητικό βρίσκονταν σε δύσκολη θέση και αντιμετωπίζει ακόμα μεγαλύτερο
πρόβλημα μετά την απόφαση της Μοody’s, την προηγούμενη εβδομάδα να
μειώσει την αξιολόγηση. Ετσι οδηγήθηκε την Παρασκευή στην ανάγκη να
ζητήσει κρατική στήριξη. Είχαν προηγηθεί μήνες αναζήτησης αγοραστή,
προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε. Η παροχή εγγυήσεων τελεί υπό την έγκριση
της Κομισιόν. Είναι η δεύτερη διάσωση που καλείται να πραγματοποιήσει το
γαλλικό Δημόσιο, μετά την Dexia. Η ίδια πηγή ανέφερε στο Reuters ότι η
CIF θα σταματήσει τις χορηγήσεις νέων δανείων. «Η τράπεζα δεν μπορεί να
εγκρίνει νέα δάνεια, είναι όρος για να πάρει την κρατική βοήθεια»,
υποστήριξε. «Χωρίς αγοραστή, η τράπεζα στερείται ισχυρής βάσης που θα
της επέτρεπε να έχει πρόσβαση σε ρευστότητα». Αυτό σημαίνει ότι η CIF θα
μειώσει το μέγεθος της και ότι οι πολύμηνες προσπάθειες να βρεθεί
αγοραστής πιθανότατα θα εγκαταλειφτούν.
Στη διατραπεζική
αγορά, οι εντάσεις κλιμακώνονται, με την κατάσταση να θυμίζει κάτι από
τις ημέρες της κρίσης του 2008. Όταν οι τράπεζες δίσταζαν να δανείσουν η
μία την άλλη, αφού δεν γνώριζαν πόσα τοξικά έκρυβε στα βιβλία του αυτός
που είχαν απέναντί τους. Οι τελευταίες ενδείξεις μαρτυρούν ότι, και
σήμερα, κάποιες τράπεζες δυσκολεύονται να αντλήσουν μέσω της
διατραπεζικής αγοράς τη ρευστότητα που απαιτείται για τις καθημερινές
δραστηριότητές τους. Για να καλύψουν αυτές τους τις ανάγκες,
αναγκάζονται να καταφύγουν μαζικά στην ΕΚΤ. Η ΕΚΤ κρατά τις τράπεζες,
κυρίως της ευρωπαϊκής περιφέρειας σε «μηχανική υποστήριξη». Κάτι το
οποίο κατά την Standard & Poor’s δεν μπορεί να συνεχιστεί. «Αυτό
ενδέχεται να σημαίνει ότι οι χώρες της περιφέρειας δεν μπορούν να
περιμένουν ότι θα συνεχίσουν να έχουν τις δικές τους, τοπικές τράπεζες»,
ανέφερε μελέτη του οίκου. Όπως εξηγεί η S&P, το ευρωπαϊκό τραπεζικό
σύστημα δεν προσαρμόστηκε ποτέ στις απαιτήσεις της κοινής νομισματικής
ένωσης. Στο μέλλον, ενδέχεται να δούμε μόνο κάποιες μεγάλες τράπεζες, οι
οποίες θα λειτουργούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με τη στήριξη της ΕΚΤ,
εκτιμά ο οίκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου