Συνέντευξη του Πάνου Παναγιώτου στην Süddeutsche Zeitung
Δημοσιεύτηκε στα «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» στις 06/09/2012
Οι διαστάσεις και το παρασκήνιο της ελληνικής και παγκόσμιας οικονομικής καταιγίδας, όπως δεν παρουσιάστηκαν ποτέ μέχρι σήμερα
Συνεργάτης του περιοδικού «Επίκαιρα», καταπέλτης κατά της Γερμανίας, με συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα
Προ ημερών, η μεγάλης κυκλοφορίας γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung πήρε από το συνεργάτη των «Επικαίρων» Πάνο Παναγιώτου,
χρηματιστηριακό αναλυτή, συνέντευξη με θέμα το ελληνικό ζήτημα, την
ευρωπαϊκή κρίση χρέους και το ρόλο της Γερμανίας. Η συνέντευξη
εξελίχθηκε σε μια διεισδυτική, «ωμή», χωρίς δήθεν πολιτικές αβρότητες
ανατομία της κρίσης και σε μια καταιγιστική αλλά ψύχραιμη και
τεκμηριωμένη παράθεση των γερμανικών ευθυνών, σκοπιμοτήτων και
παραλείψεων στην όλη υπόθεση. Παράλληλα, η ανάλυση του
κ.Παναγιώτου φώτισε τους εγκληματικούς χειρισμούς της κυβέρνησης
Παπανδρέου, τα ενδογενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που είχαν
δημιουργήσει ένα σαθρό υπόβαθρο, το οποίο, ούτως ή άλλως, έχρηζε
αλλαγής, αλλά και τους αντικειμενικούς παράγοντες στο διεθνές οικονομικό
περιβάλλον που επιβάρυναν την κατάσταση. Επίσης
υποδεικνύει τι, κατά τη γνώμη του, πρέπει να γίνει στη συνέχεια για να
αποφευχθούν τα χειρότερα. Εκτιμούμε ότι όσοι τη διάβασαν στη Γερμανία,
και κυρίως οι απλοί πολίτες, οι οποίοι ίσως, δεν υποψιάζονται το
παρασκήνιο και τις διαστάσεις του πανευρωπαϊκού προβλήματος, θα έγιναν
σοφότεροι για το πώς διαμορφώθηκε αλλά και τι προοιωνίζεται το σημερινό
σκηνικό. Ο εκτεταμένος χώρος που αφιέρωσε, εξάλλου, η γερμανική
εφημερίδα καταδεικνύει τη σημασία και το βάρος που έδωσε το
δημοσιογραφικό επιτελείο στην εν λόγω παρέμβαση.
Για τους λόγους αυτούς, πιστεύουμε ότι είναι σκόπιμο η συνέντευξη του Πάνου Παναγιώτου
να τεθεί υπόψη των αναγνωστών των «Επικαίρων» και ευρύτερα του
ελληνικού κοινού. Η αφήγηση που ακολουθεί είναι συγκλονιστική και άκρως
διαφωτιστική. Είναι όλη η αλήθεια για την κρίση.
Η Ευρώπη έτοιμη για τη «θυσία» της Ελλάδας
Επιστροφή στη δραχμή… Έχει έρθει η ώρα;
Από
το Νοέμβριο του 2009 η Ελλάδα βαδίζει με το ένα πόδι στο δρόμο του ευρώ
και με το άλλο στο δρόμο της δραχμής. Σε ποιόν απ’ τους δύο δρόμους θα
καταλήξει εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική βούληση των ηγετών
της Ε.Ε. να τη στηρίξουν, η οποία, με τη σειρά της, επηρεάζεται απ’ το
πολιτικό και το οικονομικό κόστος αυτής της στήριξης και τελικά απ’ τη
γενικότερη κατάσταση και την πορεία της ελληνικής και της ευρωπαϊκής
οικονομίας. Όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, όλοι ήθελαν να αποφύγουν πάση
θυσία την πτώχευση και την έξοδο της Ελλάδας απ’ την Ευρωζώνη, καθώς η
ετοιμότητα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν μηδενική και η αντίδραση των
αγορών σε έναν άγνωστο και ανυπολόγιστο κίνδυνο θα μπορούσε να απειλήσει
με διάλυση το ευρώ και να προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου ευρωπαϊκή
και διεθνή κρίση.
Η διαπίστωση πως περισσότερο απ’ το 90% των ελληνικών ομολόγων
διεπόταν απ’ το ελληνικό Δίκαιο, κάτι που επέτρεπε στη Ελλάδα να
προκαλέσει επιμήκυνση ή και «κούρεμα» του χρέους της, μεταφέροντας τις
απώλειές της κυρίως στον ιδιωτικό τομέα (βρετανικό, αμερικάνικο και
ευρωπαϊκό), δεν εκλήφθη ποτέ ως ευκαιρία αλλά αντιμετωπίστηκε ως απειλή.
Η απόφαση η Ελλάδα να μην προχωρήσει έγκαιρα σε αναδιάρθρωση, αλλά να
ακολουθήσει ένα πρόγραμμα – «γέφυρα» μέσω του οποίου μεταφέρθηκαν οι
δυνητικές ζημίες του ιδιωτικού τομέα στα ευρωπαϊκά κράτη ενέτεινε την
κρίση, ενισχύοντας τον ομφάλιο λώρο των ευρωπαϊκών κρατών με τις
τράπεζές τους και ανοίγοντας το δρόμο για επανάληψη αυτής της
διαδικασίας σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Για περισσότερο από δύο χρόνια η ΕΕ κρατά σε μηχανική στήριξη την
Ελλάδα, κερδίζοντας χρόνο για να προετοιμαστεί για την πιθανότητα εξόδου
της απ’ το ευρώ και για να προχωρήσει στο σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης και
διάσωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Σήμερα πλέον τα πράγματα είναι
διαφορετικά απ’ ό,τι το 2009 ως προς το βαθμό ετοιμότητας για ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, αν και πολλοί σημαντικοί κίνδυνοι εξακολουθούν να
παραμονεύουν πίσω από ένα GR-EXIT. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελλάδα έχει
αφοπλιστεί απ’ όλα τα νομικά της πλεονεκτήματα και δεν μπορεί πια να
προχωρήσει σε αναδιάρθρωση μόνη της, χωρίς να υποστεί μια καταστροφική
πτώχευση, ενώ η ελληνική οικονομία έχει υποστεί τόσο μεγάλο πλήγμα
εξαιτίας του προγράμματος εξαντλητικής λιτότητας – η ελληνική ύφεση
είναι σε διάρκεια ήδη η Τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο από το 1800 κι
έπειτα, ενώ το ΑΕΠ της χώρας έχει ήδη μειωθεί περισσότερο από 20% – ,
που οι αντοχές των πολιτών έχουν μειωθεί αποφασιστικά.
Υπό την παραπάνω οπτική, λοιπόν, αν η Γερμανία και η ΕΕ αισθάνονται
έτοιμες μια ελληνική «θυσία», ώστε, για παράδειγμα, να δικαιολογήσουν τη
«σωτηρία» της Ισπανίας και της Ιταλίας, τότε η ώρα για την έξοδο της
Ελλάδας απ’ την Ευρωζώνη είναι πιθανό να έχει πλησιάσει επικίνδυνα. Σε
κάθε περίπτωση, πάντως, το μπαλάκι βρίσκεται στο γήπεδο της Γερμανίας
και της ΕΕ και όχι της Ελλάδας, η οποία είναι εξαντλημένη και σε
κατάσταση αποσύνθεσης.
Οι Έλληνες πολίτες οικονομικά έχουν εξωθηθεί στα όριά τους. Υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί κοινωνική αναταραχή στη χώρα σας;
Η
κοινωνική αναταραχή υπάρχει ήδη στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές χώρες
του κόσμου, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης. Θυμηθείτε τις διαδηλώσεις
απ’ τις ΗΠΑ μέχρι τις αραβικές και αφρικανικές χώρες και, φυσικά, τους
αγανακτισμένους και δη νεόπτωχους και άνεργους πολίτες στις χώρες του
Ευρωπαϊκού Νότου.
Το γεγονός πως στην Ελλάδα η εκδήλωση της
κοινωνικής αναταραχής γίνεται μέχρι στιγμής με ήπιο τρόπο, παρά το
πρωτοφανές μέγεθος της ελληνικής κρίσης, είναι αποτέλεσμα της βαθιάς
δημοκρατικής παιδείας και της εμπειρίας των Ελλήνων πολιτών στην
αντιμετώπιση εξαιρετικά δύσκολων κι επίπονων καταστάσεων. Πέρα απ’ αυτό, ο φιλοευρωπαϊσμός των Ελλήνων τους κάνει να επιδεικνύουν μοναδική πίστη στο όραμα και στην ιδέα μιας της Ευρώπης.
Παρότι τα μέτρα που έφερε η τρόικα προκάλεσαν τόσο πόνο, παρά τις
υποσχέσεις για το αντίθετο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Έλληνες
εξακολουθούν να επιθυμούν την παραμονή τους στην ευρωπαϊκή νομισματική
ένωση. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αφοσίωσης στην ιδέα μιας
ενωμένης Ευρώπης.
Αξίζει να θυμηθούμε πως κατά τη διάρκεια της νομισματικής κρίσης των
αρχών της δεκαετίας του ’90, τόσο η Βρετανία όσο και η Ιταλία αποχώρησαν
από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και προτίμησαν το
δρόμο της μεγάλης υποτίμησης των εθνικών τους νομισμάτων αντί του
δημοσιονομικού πόνου. Μάλιστα, έκτοτε η Βρετανία εξελίχθηκε σε έναν απ’
τους μεγαλύτερους πολέμιους του ευρωπαϊκού οράματος.
Αν, ωστόσο, η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινωθεί κι άλλο ή αν η κρίση παραταθεί, τότε θα αρχίσουμε να μιλάμε για οικονομική γενοκτονία των Ελλήνων
και σε μια τέτοια περίπτωση η κοινωνική αναταραχή μπορεί να λάβει
ακραίες και καταστροφικές μορφές έκφρασης, κάτι το οποίο πρέπει
οπωσδήποτε να αποφευχθεί.
Το ΔΝΤ ομολογεί το «έγκλημα»
Είναι εφικτό για μια χώρα της Ευρωζώνης, η οποία δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της, να γίνει ξανά οικονομικά υγιής;
Είναι αλήθεια ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί ιθύνοντες στην ΕΕ και
στο ΔΝΤ συχνά λησμονούν πως η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα διεθνώς που
πέτυχε τόσο μεγάλη μείωση του δημοσιονομικού της ελλείμματος χωρίς
παράλληλη υποτίμηση του νομίσματός της και πως αυτή η διαδικασία είναι
εξαιρετικά επίπονη.
Μια καλή απάντηση στο ερώτημα αν η δημοσιονομική εξυγίανση χωρίς
υποτίμηση είναι δύσκολη ή, τελικά, αδύνατη φαίνεται αν δίνεται από
πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ με θέμα την «αναπτυξιακή λιτότητα», στην οποία
υποστηρίζεται η μελέτη μιας σειράς προγραμμάτων δημοσιονομικής
εξυγίανσης σε ανεπτυγμένα κράτη, και φανέρωσε ότι η μέχρι τώρα
στρατηγική του ΔΝΤ ήταν λανθασμένη, καθώς η προσπάθεια υλοποίησης
σκληρής λιτότητας σε μια αδύναμη οικονομικά χώρα –περίπτωση Ελλάδας-
μπορεί να προκαλέσει πολυετείς και μη αναστρέψιμες βλάβες με
χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μακροχρόνια ανεργία. Στα συμπεράσματα της
συγκεκριμένης έκθεσης αναφέρεται πως η δέσμευση για δημοσιονομική
εξυγίανση πρέπει να γίνεται σε πρώτο χρόνο, αλλά η εφαρμογή των μέτρων
λιτότητας να έρχεται αφού η οικονομία επιστρέψει δυναμικά στην ανάπτυξη
και όχι νωρίτερα. Μια τέτοια «αναπτυξιακή λιτότητα» μοιάζει να αποτελεί
ρεαλιστική λύση για τις χώρες της ΕΕ με ανάγκες δημοσιονομικής
εξυγίανσης και μπορεί να πετύχει χωρίς υποτίμηση και εντός ευρώ, αρκεί
να υπάρξει πολιτική βούληση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικά για την Ελλάδα
και ενδεχομένως για την Πορτογαλία, ωστόσο, το πιθανότερο είναι πως θα
χρειαστούν επιπρόσθετα βοηθητικά μέτρα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η
επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος.
«Ο Παπανδρέου πανικοβλήθηκε και πανικόβαλε τους πάντες»
Η χρηματοοικονομική κρίση
στην Ελλάδα επήλθε πρωτίστως από εσωτερικούς παράγοντες ή είναι
αποτέλεσμα των πολιτικών που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η
κρίση στην Ελλάδα ξέσπασε «επίσημα» στα τέλη του 2009, όταν ο τότε
πρωθυπουργός της, κ. Γιώργος Παπανδρέου, πανικοβλήθηκε και πανικόβαλε
τους πάντες σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας,
υποστηρίζοντας πως η χώρα κινδύνευε με πτώχευση, κάτι το οποίο δεν
πιστοποιούνταν από κανένα στοιχείο τη δεδομένη στιγμή, αλλά κι όταν
διέσυρε την Ελλάδα διεθνώς ρίχνοντας όλο το βάρος των όποιων προβλημάτων
αυτή αντιμετώπιζε αποκλειστικά και μόνο στην ίδια, κάτι το οποίο απέχει
πάρα πολύ απ’ την πραγματικότητα.
Χωρίς να αρνείται κανείς τις τεράστιες ευθύνες των ελληνικών
κυβερνήσεων και των ελληνικών τραπεζών για τα προβλήματα της Ελλάδας,
στα τέλη του 2009 η ελληνική οικονομία είχε ήδη πληγωθεί καίρια και
ταλαιπωρηθεί εξαντλητικά από σειρά εξωτερικών παραγόντων όπως:
- Την αμερικανική και στη συνέχεια τη διεθνή τραπεζική κρίση (έκθεση
του Πανεπιστημίου Χάρβαντ δείχνει πως των τραπεζικών κρίσεων έπονται
κρίσεις κρατικού χρέους, καθώς τα κράτη επωμίζονται τις ζημίες των
τραπεζών – έκθεση της ΕΕ το Φεβρουάριο του 2009 έκανε λόγο για ανάγκη
ανακεφαλαιοποίησης των ευρωπαϊκών τραπεζών, δυνητικού ύψους πολλών
τρισεκατομμυρίων ευρώ)
- Το παγκόσμιο χρηματιστηριακό κραχ
- Την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς κατοικίας, η οποία έλαβε
παγκόσμιες διαστάσεις μολύνοντας και την Ελλάδα, όπου ο κλάδος κατοικίας
αποτελούσε έναν απ’ τους σημαντικότερους της οικονομίας της χώρας
- Την απογείωση των τιμών πετρελαίου στο ιστορικό ρεκόρ των 147
δολαρίων (οι τιμές πετρελαίου πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ κυμαίνονταν
στα 25 δολάρια ανά βαρέλι – η Ελλάδα εισάγει το 98% του πετρελαίου που
καταναλώνει και μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκε να πληρώνει 600% υψηλότερες
τιμές πετρελαίου)
- Το ιστορικό ρεκόρ στις τιμές τροφίμων και εμπορευμάτων, το οποίο
καταγράφηκε στα μέσα του 2008 ως απόρροια της εκτόξευσης των τιμών
πετρελαίων (η Ελλάδα εισάγει το μεγαλύτερο ποσοστό των τροφίμων και των
εμπορευμάτων που καταναλώνει)
- Τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε πριν από την ελληνική κρίση
με αφετηρία την Ιρλανδία και στη συνέχεια με την παρ’ ολίγον πτώχευση
του Ντουμπάι
- Το νομισματικό πόλεμο δολαρίου – ευρώ, ο οποίος το 2009 είχε φτάσει
σε κορύφωση (βλέπε δηλώσεις Σαρκοζί για την ανάγκη αλλαγής του διεθνούς
νομισματικού συστήματος και αντικατάστασης του δολαρίου από ένα καλάθι
νομισμάτων με ειδικό βάρος σε αυτό για το ευρώ και τη δέσμευσή του να το
πετύχει στη Σύνοδο του G-20 το 2011 – βλέπε επίσης σχετικές εκθέσεις
ΔΝΤ, ΟΗΕ, με έμφαση στην ανάγκη αλλαγής του ρόλου του δολαρίου στο
διεθνές νομισματικό σύστημα)
- Την επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ, η οποία διατήρησε τα επιτόκια του
ευρώ σε ιστορικό χαμηλό επίπεδο τα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης,
προκειμένου να στηρίξει την υπό οικονομική πίεση Γερμανία, για να τα
αυξήσει σε ιστορικό υψηλό την ώρα της ύφεσης, προκαλώντας αρχικά
«φούσκες» και στη συνέχεια ασφυξία στα κράτη του Ευρωπαϊκού Νότου
- Την απόφαση, στον απόηχο της πτώχευσης της Lehman Brothers, της ΕΕ,
με επικεφαλής τη Γερμανία, να στηριχτούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες με
κρατικά χρήματα ξεχωριστά από κάθε χώρα της Ευρωζώνης και όχι να αφεθούν
οι τράπεζες να αναλάβουν τις ευθύνες τους ή τουλάχιστον να διασωθούν μ’
ένα κοινό ευρωπαϊκό πλάνο που θα επέτρεπε παράλληλα και την προστασία
των κρατών και τελικά του ευρώ
- Την παγκόσμια ύφεση, η οποία ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών και που γι’ αυτή, προφανώς, δεν ευθύνεται η Ελλάδα
Αξίζει να θυμηθούμε τις δηλώσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου, κυρίας Άνγκελα Μέρκελ,
για τους υπαίτιους της κρίσης το Σεπτέμβριο του 2008, όταν υποστήριξε
πως «φορολογούμενοι πολύ μακριά από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία θα πρέπει
τώρα να κουβαλήσουν το βάρος της κρίσης, η οποία θα μπορούσε να είχε
αποφευχθεί, αν οι ΗΠΑ είχαν ενεργήσει με μεγαλύτερη σύνεση, κάτι για το
οποίο ευθύνεται και η Βρετανία. (…) «Οι ΗΠΑ οδήγησαν τον
βιομηχανικό κόσμο στη χρηματοπιστωτική κρίση με την πεισματική τους
άρνηση να επιβάλλουν οποιονδήποτε έλεγχο στην πιστωτική επέκταση και
παράλληλα επιτρέποντας τη διεξαγωγή εμπορίου πίστωσης απ’ τις τράπεζες» ( The Guardian, 22 Σεπτεμβρίου 2008).
Έτσι, αν και η ελληνική κρίση ξεκίνησε «επισήμως» στα τέλη του 2009, η
βλάβη στην ελληνική οικονομία είχε αρχίσει πολλά χρόνια νωρίτερα, με
συνδυαστικές ευθύνες τόσο των ελληνικών κυβερνήσεων και των ελληνικών
τραπεζών, της ΕΕ, της ΕΚΤ και της Γερμανίας.
Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, πως μέχρι τη στιγμή του «πανικού»
Παπανδρέου η Ελλάδα συνέχιζε να προσελκύει επενδυτικά κεφάλαια, το
Χρηματιστήριό της κατέγραφε τη μεγαλύτερη άνοδο στον κόσμο σε ετήσια
βάση (μέχρι το Νοέμβριο του 2009), οι τράπεζές της απολάμβαναν
καταθέσεις στο ύψος-ρεκόρ 247 δις ευρώ, η πιστοληπτική βαθμολογία της
βρισκόταν στο «Α» (δεύτερη υψηλότερη στην ιστορία της), η καταναλωτική
εμπιστοσύνη είχε εισέλθει σε φάση ανάρρωσης, οι αγορές κεφαλαίων ήταν
ανοιχτές για δανεισμό τόσο για τι κράτος όσο και για τις τράπεζες με
λογικά επιτόκια και δεν ετίθετο θέμα εξυπηρέτησης χρέους, οι τιμές των
CDS της παρέμεναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και η ανεργία είχε διατηρηθεί
αισθητά κάτω απ’ το 9,5%. Από εκεί και πέρα, η ελληνική κρίση
μετατράπηκε σ’ ένα παιχνίδι εξυπηρέτησης ποικίλων συμφερόντων, με αυτά
της Ελλάδας να περνούν σε τελευταία μοίρα.
Η Γερμανία υπεύθυνη για την κρίση στον ευρωπαϊκό Νότο.
Γιατί η Γερμανία είναι
οικονομικά δυνατή και υγιής, ενώ οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου
βρίσκονται να υφίστανται χρηματοοικονομικές αναταράξεις;
Πέρα από τη διεθνώς πρωταγωνιστική θέση της Γερμανίας στον τομέα της
βιομηχανίας, ο οποίος αποτελεί και τον πυλώνα της οικονομίας της, η
απάντηση στο ερώτημα που θέτετε βρίσκεται σ’ ένα σημαντικό βαθμό και στο
γεγονός πως το ευρώ λειτούργησε ως ένα πακέτο διάσωσης της Γερμανίας
εις βάρος του Ευρωπαϊκού Νότου.
Το
2000 η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με το σπάσιμο της «φούσκας» της
τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών που προκάλεσε γενικότερη
χρηματοοικονομική κρίση, η οποία αντέστρεψε τη ροή των επενδυτικών
κεφαλαίων και έσπρωξε τη χώρα στην ύφεση, σε μια περίοδος που το κόστος
από την απορρόφηση της Ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούσε να δημιουργεί
αυξημένες ανάγκες. Τα επιτόκια των γερμανικών δεκαετών ομολόγων
σκαρφάλωσαν γοργά από το 3,6% στο 5,6%, ενώ το ευρώ βρέθηκε σε ελεύθερη
πτώση, χάνοντας περισσότερο από το 20%, της αξίας του έναντι του
δολαρίου και προκαλώντας ερωτήματα για την ίδια τη βιωσιμότητά του.
Με τις ΗΠΑ να βουλιάζουν, επίσης σε ύφεση, την Κίνα να βρίσκεται στα
πρώιμα στάδια εισαγωγής προϊόντων από τη Δύση και τις περισσότερες
ευρωπαϊκές χώρες ακόμη εκτός Ευρωζώνης, το μεγάλο ερώτημα ήταν που θα
έβρισκε στήριξη η γερμανική οικονομία. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την
κρίση της, η Γερμανία δέχτηκε στο ευρώ όσο το δυνατόν περισσότερες
χώρες, παραβλέποντας την πραγματική τους ικανότητα να προσχωρήσουν σε
αυτό, και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως
αντλία που τις «φούσκωνε» με φθηνό ρευστό, ώστε με την πλεονάζουσα
ρευστότητά τους να μπορούν να αγοράζουν τα ακριβά γερμανικά προϊόντα.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του ευρώ
από το 5% στο 2%, διατηρώντας τα σε αυτά τα επίπεδα κόντρα στις
μακροοικονομικές ανάγκες της Ευρωζώνης για περισσότερο από δυόμισι
χρόνια, μεταξύ 2003 και 2006. Στα τέλη του 2005, όταν τα αμερικάνικα και
τα βρετανικά επιτόκια ξεπερνούσαν το 4% και τα αυστραλέζικα το 5%, τα
ευρωπαϊκά εξακολουθούσαν να κυμαίνονται στο ιστορικό χαμηλό τους 2%.
Το φθηνό χρήμα δημιούργησε «φούσκες» περιουσιακών στοιχείων στα κράτη
του Ευρωπαϊκού Νότου που είχαν μόλις υιοθετήσει το ευρώ, προκαλώντας
αυξήσεις-ρεκόρ στον κλάδο κατοικίας, στην καταναλωτική πίστωση, στις
χρηματιστηριακές αγορές και αλλού.
Το 2005 ο διευθυντής οικονομικών της επενδυτικής εταιρίας Nomura, σε
συζήτηση με ανώτατο αξιωματούχο της ΕΚΤ, παρατήρησε πως είναι άδικο να
εξωθούνται οι χώρες της ΕΕ εν αγνοία τους στη διάσωση της –υπεύθυνης για
την κρίση της- Γερμανίας, με το να «φουσκώνονται» εσκεμμένα οι
οικονομίες τους μέσω μιας παρατεταμένης πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης
απ’ την ΕΚΤ, ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Ο αξιωματούχος της
ΕΚΤ του έδωσε τότε την εξής απάντηση: «Αυτή είναι η έννοια του ενιαίου
νομίσματος: Επειδή η Γερμανία δεν μπορεί κατ’ εξαίρεση να υιοθετήσει ένα
πακέτο τόνωσης, η μόνη άλλη επιλογή είναι να σηκώσει όλη την Ένωση μέσω
της νομισματικής πολιτικής».
Μιλώντας με αριθμούς, στα δέκα χρόνια προ της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ οι γερμανικές εξαγωγές στη χώρα μας ανήλθαν στα 35 δις δολάρια και στα δέκα πρώτα χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ αυξήθηκαν στα 70 δις δολάρια, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 100%. Στα έτη 1997-1998 (προ ευρώ) οι ελληνικές εισαγωγές γερμανικών προϊόντων είχαν ανέλθει στα 7,7 δις δολάρια. Δέκα χρόνια αργότερα, στα έτη 2007-2008, η Ελλάδα εισήγε γερμανικά προϊόντα ύψους περίπου 21,5 δις δολαρίων σε μια αύξηση κοντά στο 300%.
Οι αυξημένες εισαγωγές γερμανικών προϊόντων απ’ την πολιτική
«φουσκώματος» του Νότου ίσως να μην δημιουργούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα,
αν η Γερμανία ανταπέδιδε τη χάρη αυξάνοντας τις εισαγωγές της απ’ τους
εταίρους της. Όμως έκανε το αντίθετο. Ενώ απολάμβανε τα οφέλη της
πολιτικής επέκτασης της πίστωσης στην ΕΕ, εκείνη προστατεύτηκε
ακολουθώντας αντιπληθωριστική πολιτική, ενισχύοντας, αντί να αμβλύνει,
τις αποκλίσεις με τα υπόλοιπα κράτη, Βορρά και Νότου. Ενδεικτικά, οι
εισαγωγές ελληνικών προϊόντων απ’ τη Γερμανία το 1992 ήταν 2,2 δις δολάρια και το 2002 –έτος υιοθέτησης του ευρώ- ανήλθαν στα 1,7 δις δολάρια,
καταγράφοντας μείωση αντί για αύξηση. Από το 1997 μέχρι το 2001 το
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ήταν ελλειμματικό και αυτό
της Ιταλίας, της Ιρλανδίας και της Γαλλίας πλεονασματικό. Από την πρώτη
χρονιά υιοθέτησης του ευρώ η διαφορά αυτή άρχισε να μειώνεται και από το
2005 κι έπειτα οι τρεις αυτές χώρες καταγράφουν ελλείμματα και η
Γερμανία πλεονάσματα. Μέσα σε λίγα χρόνια απ’ την υιοθέτηση του
ευρώ το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ξεπέρασε αυτό της Ιαπωνίας και
της Κίνας, φέρνοντάς τη στην πρώτη θέση στον κόσμο σε εξαγωγές χάρη στον
ευρωπαϊκό Νότο και στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης, αφού σε αυτά
στηρίχτηκε το μεγαλύτερο ποσοστό της ανάπτυξης των εξαγωγών της.
Η άποψη ότι οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη η Γερμανία την
έκαναν πιο ανταγωνιστική είναι ένας μύθος που δεν υποστηρίζεται απ’ τα
στοιχεία, καθώς το εμπορικό ισοζύγιο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την
Κίνα από το 2000 μέχρι το 2009 παρέμεινε σταθερό και μόνο αυτό με τα
κράτη της Ευρωζώνης άλλαξε υπέρ της Γερμανίας, η οποία «έφαγε» το
«μεσημεριανό» και τι «δείπνο» της Γαλλίας και των «PIIGS» με τη βοήθεια
και τις ευλογίες της ΕΚΤ.
Ακολούθησε η αμερικανική κρίση, η οποία εξελίχθηκε σ’ ένα παγκόσμιο
τσουνάμι. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου γονάτισαν απ’ την αφόρητη πίεση
που δέχτηκαν και η Γερμανία αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες της και να
βοηθήσει γρήγορα και αποτελεσματικά την Ευρωζώνη, με τις μετέπειτα
εξελίξεις να αποτελούν μια γνωστή ιστορία της οποίας μένει να δούμε το
τέλος.
Έχει η Γερμανία ειδική ευθύνη;
Οπωσδήποτε.
Γιατί;
Αν η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση ήταν ένα πλανητικό σύστημα, τότε η
Γερμανία θα έπαιζε το ρόλο του Ήλιου, που πρέπει άλλοτε να καίει
λιγότερο και άλλοτε περισσότερο προκειμένου να μην κάψει αλλά και να μην
παγώσει τους υπόλοιπους πλανήτες. Όμως επιτρέποντας και ωθώντας την ΕΚΤ
να ακολουθήσει την επιτοκιακή πολιτική που είδαμε παραπάνω, η Γερμανία
υπερθέρμανε το Νότο στα πρώτα χρόνια του ευρώ και τον πάγωσε στη
συνέχεια. Η Γερμανία, ως κυρίαρχος δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα
έπρεπε να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των δικών της
και του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Αποδείχθηκε αδύνατο να το πράξει
και, προτάσσοντας το δικό της συμφέρον έναντι των υπολοίπων, προκάλεσε
τεράστια προβλήματα, δεδομένου του ειδικού της βάρους στην Ευρώπη και
κυρίως στην Ευρωζώνη.
Τώρα πια, την ώρα της κρίσης, η ΕΕ περιμένει απ’ τη Γερμανία να δει
την πραγματικότητα κατάματα και να σταματήσει να συμπεριφέρεται
υπεροπτικά, ζώντας στην ψεύτικη υπόθεση ότι η οικονομία της είναι
καλύτερη επειδή η ίδια προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες πρέπει
οπωσδήποτε να κάνουν και οι υπόλοιποι πριν να έχουν το δικαίωμα για
στήριξη.
Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ακόμη και σήμερα, η Γερμανία
απολαμβάνει ένα σούπερ πακέτο τόνωσης εξαιτίας του εκμηδενισμού του
κόστους κρατικού δανεισμού της και της ροής κεφαλαίων στις τράπεζες και
τα ομόλογά της απ’ το φλεγόμενο Νότο. Ας είμαστε ειλικρινείς: Το ευρώ
βοήθησε στο μέγιστο βαθμό τη Γερμανία χάρη στον τρόπο που το
μεταχειρίστηκε. Τώρα είναι η στιγμή να ανταποδώσει τη χάρη και να
βοηθήσει στη μείωση των αποκλίσεων και στην αποκλιμάκωση της κρίσης.
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως είναι δικαίωμα της Γερμανίας να αρνηθεί
να το πράξει. Σε τελική ανάλυση, τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ θα μπορούσαν
να είναι εξαρχής προσεκτικότερα. Τότε, όμως, η Γερμανία θα πρέπει να
είναι έτοιμη να δει αυτή της την απόφαση, να αφήσει το Νότο ή ένα τμήμα
του να καεί, να γράφεται με τα πλέον μελανά γράμματα στις σελίδες της
παγκόσμιας ιστορίας, δίπλα σε παλαιότερες εξαιρετικά λανθασμένες
αποφάσεις της.
Η κρίση σε Ιταλία και Ισπανία
Υπάρχει διαφορά μεταξύ της ελληνικής κρίσης και της κρίσης στην Ισπανία και την Ιταλία;
Υπάρχουν δύο ειδών παράμετροι που χαρακτηρίζουν μια κρίση: οι
εσωτερικές, αυτές δηλαδή, που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που
λειτουργεί το ίδιο το κράτος, και οι εξωτερικές , αυτές δηλαδή, που
αφορούν στο ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο το κράτος υφίσταται και
απ’ τις οποίες επηρεάζεται. Η κρίση στις οικονομίες των κρατών που
αναφέρετε προκλήθηκε εξαιτίας των ίδιων εξωτερικών παραμέτρων και
παρόμοιων αλλά όχι των ίδιων εσωτερικών. Έτσι, είναι δεδομένο πως η
παγκόσμια ύφεση, η αμερικανική τραπεζική κρίση, οι υψηλές τιμές
πετρελαίου, η υπέρμετρη ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου από το
2002 μέχρι το 2009, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και η ευρωπαϊκή
πολιτική της Γερμανίας επηρέασαν αρνητικά τόσο την Ελλάδα όσο και την
Ισπανία και την Ιταλία. Επίσης, αν και όχι επισήμως αναγνωρισμένο, η
ελληνική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό και τραπεζική, όπως συμβαίνει και
σε άλλες χώρες της ΕΕ. Από εκεί και πέρα, σε κάθε χώρα ίσχυσαν και
ισχύουν ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες κάνουν τις ομοιότητες μεταξύ των
κρίσεων που τις πλήττουν μεγαλύτερες ή μικρότερες. Για παράδειγμα, στην
Ελλάδα η αύξηση του δημοσίου χρέους και η σπατάλη κρατικού χρήματος που
έλαβε χώρα κυρίως στη δεκαετία του ’80 επί κυβερνήσεων του πατέρα του
μέχρι προσφάτως πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, Ανδρέα Παπανδρέου, ίσως
να μην έχει συμβεί ποτέ σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Δεν είναι συμπτωματικό
πως μεταξύ 1980-1996 –διάστημα στο οποίο υπήρξαν τρεις κυβερνήσεις του
Ανδρέα Παπανδρέου-, το χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε απ’ το 28% σε άνω του
100% του ΑΕΠ, όπου και παρέμεινε περίπου μέχρι το 2009.
Η ΕΚΤ ΠΑΣΧΕΙ ΑΠΟ ΑΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΟΠΑΘΕΙΑ
Σκοτεινά «παιχνίδια» τρισεκατομμυρίων
Έχετε πει και έχετε
προειδοποιήσει ότι μια υπέρμετρα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως αυτή
που επιδιώκει να οικοδομήσει η Γερμανία, μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο
για τη Δημοκρατία στην Ευρώπη. Μπορείτε να μας το εξηγήσετε;
Η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πάσχει από αδιαφάνεια και μυστικοπάθεια. Με
έδρα τη Φρανκφούρτη, μετά από αυστηρά απαίτηση της Γερμανίας,
δημιουργημένη στα πρότυπα της Bundesbank και υπό γερμανική επιρροή, η
ΕΚΤ καθορίζει τη μοίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μεγαλύτερο βαθμό απ’
ό,τι είναι κοινώς κατανοητό και παραδεκτό. Ο έλεγχος της νομισματικής
πολιτικής, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για την
οικονομική επιβίωση ενός κράτους, παραχωρείται από τα κράτη-μέλη της ΕΕ
και της ΕΚΤ με την είσοδό τους στην Ευρωζώνη. Αυτό γίνεται με την πίστη
και την ελπίδα των κρατών της ΕΕ και τη δέσμευση της ΕΚΤ ότι η άσκηση
της νομισματικής πολιτικής θα γίνεται με γνώμονα το κοινό συμφέρον της
Ευρωζώνης. Το κόστος του χρήματος στην ΕΕ έγινε πολλαπλάσιο αυτού στις
ΗΠΑ και στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο, με αποτέλεσμα να γίνει
πανάκριβη και εξαιρετικά δύσκολη η χρηματοδότηση νοικοκυριών και
επιχειρήσεων.
Η πολιτική της ΕΚΤ στα τέλη του 2008 προκάλεσε την
άνοδο του ευρώ στο 1,60 έναντι του δολαρίου, κάνοντας το ενιαίο νόμισμα
το ακριβότερο στον κόσμο, σκοτώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις
ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες, πέρα απ’ τα υψηλότερα επιτόκια στη
Δύση, είχαν να αντιμετωπίσουν και το πανάκριβο ευρώ. Αργότερα, κατά τη
διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης, η ΕΚΤ προχώρησε σε μια νέα ανεξήγητη και
για πολλούς καταστροφική κίνηση, αυξάνοντας τα επιτόκια του ευρώ, την
ώρα που ολόκληρος ο κόσμος προσδοκούσε μείωση.
Ποια μέλη, λοιπόν, του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και με ποια
λογική πρότειναν τις παραπάνω πολιτικές; Ποια μέλη της είχαν αντίθετες
απόψεις, ενστάσεις, διαφορετικές προτάσεις και ποιες ήταν αυτές; Το
πιθανότερο είναι πως δεν θα μάθουμε ποτέ, καθώς τα αρχεία των προτάσεων
και των συζητήσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ είναι
μυστικά.
Το θέμα της μυστικότητας με την οποία δρα η ΕΚΤ ήταν εξαρχής μείζον,
αλλά έχει μετατραπεί σε καθοριστικής σημασίας τα χρόνια της ευρωπαϊκής
κρίσης. Η ΕΚΤ αύξησε τον ισολογισμό της κατά 1,8 τρις ευρώ τα
τελευταία τέσσερα έτη, αλλά δεν έχει ενημερώσει την ΕΕ σχετικά με τα
προϊόντα που αγόρασε, σε ποιες τιμές και με ποιους όρους τα απέκτησε
και, το κυριότερο, από ποιόν τα αγόρασε. Κανείς δεν γνωρίζει πως
αξιολογεί τις τιμές των προϊόντων που αγοράζει η ΕΚΤ, πως επιβάλλει τα
«κουρέματα» κι αν αυτά είναι ίδια σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Κανείς δε
ξέρει γιατί η ΕΚΤ αγόρασε το συγκεκριμένο ύψος κρατικών ομολόγων
διαφόρων κρατών και όχι λιγότερο ή περισσότερο, γιατί αποφάσισε να
παράσχει στις ευρωπαϊκές τράπεζες δάνεια ύψους 1 τρις ευρώ στα τέλη του
2011 και όχι νωρίτερα, στην αρχή της κρίσης. Η ΕΚΤ δεν δικαιολογείται,
δεν απολογείται και δεν κρίνεται. Μόνο αποφασίζει μυστικά και εκτελεί.
Όμως, πως είναι δυνατό να υπάρξει Δημοκρατία μέσα απ’ τη μυστικότητα;
Πως μπορεί να παραχωρείται ολοένα και περισσότερη εθνική κυριαρχία και
δύναμη σ’ ένα τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο αποφασίζει για τη ζωή
εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς να δίνει αναφορά σε κανέναν,
παρά μόνο, ίσως, στην Bundesbank και στην Γερμανία;
Μετά την τελευταία ευρωπαϊκή Σύνοδο, η ΕΚΤ αναμένεται να λάβει ακόμη
μεγαλύτερες εξουσίες. Ο ρόλος του επόπτη του ευρωπαϊκού τραπεζικού
συστήματος είναι μια απ’ αυτές. Όμως ποιος θα εποπτεύσει τον επόπτη;
Ποιος θα ελέγξει τις αποφάσεις του, έστω και ετεροχρονισμένα;
Για ποιο λόγο, όμως, η υπό σχεδιασμό ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση θα
πρέπει να περνά μέσα απ’ την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Γιατί όχι από
ένα τραπεζικό Eurogroup, με διαφανείς διαδικασίες, του οποίου οι
αποφάσεις θα λαμβάνονται δημοκρατικά και τα αρχεία θα δημοσιεύονται προς
κρίση και κριτική;
Μια μη δημοκρατική και με υπερεξουσίες ΕΚΤ οδηγεί σε απόκλιση τη
Δημοκρατία και τελικά προκαλεί κρίση Δημοκρατίας εντός της Ευρωζώνης.
Αυτό συνέβη χωρίς να γίνει αντιληπτό κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν
το συμφέρον της Γερμανίας τοποθετήθηκε απ’ την ΕΚΤ πάνω απ’ αυτό του
Ευρωπαϊκού Νότου κατά τη διάρκεια της άσκησης νομισματικής πολιτικής.
Σήμερα πλέον η απόκλιση στη Δημοκρατία γίνεται πολύ πιο άκομψα, ωμά και
φανερά απ’ ότι τα προηγούμενα χρόνια, με τη Γερμανία να μην διστάζει να
δείχνει ξεκάθαρα την ΕΚΤ ως το ίδρυμα στο οποίο θα πρέπει να υποταχθεί η
Ευρωζώνη.
Η
Γερμανία, ωστόσο, πρέπει να προσέξει πού τι εύχεται αλλά και τι
επιδιώκει. Δημιουργώντας μια μη Δημοκρατική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
και παρέχοντάς της υπερεξουσίες χωρίς καμία υποχρέωση να λογοδοτεί για
το πώς τις ασκεί, βάλλει την αξιοπιστία της και αυξάνει την ανησυχία των
αγορών για τον τρόπο λειτουργίας της αλλά και για οτιδήποτε την αφορά.
Το άγνωστο δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί και να αντισταθμιστεί
και οι αγορές, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, μπορούν να χάσουν την
πίστη τους πολύ εύκολα. Μια τέτοια απώλεια εμπιστοσύνης στην ΕΚΤ θα
αποτυπωθεί άμεσα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, απ’ το Νότο μέχρι το Βορρά,
και θα επηρεάσει καταλυτικά την εμπιστοσύνη στο ενιαίο νόμισμα. Οι
χρηματοοικονομικές, οικονομικές και νομισματικές συνέπειες θα μπορούσαν
να είναι τεράστιες.
Το κυριότερο όλων όμως, ο δρόμος στον οποίο έχει μπει η ΕΚΤ προκαλεί
τεράστιες αποκλίσεις εντός της ΕΕ, υπονομεύοντας το μέλλον των
κράτων-μελών της και της ίδιας της Ένωσης και δημιουργώντας μια
εκκολαπτόμενη κρίση Δημοκρατίας. Η ΕΚΤ δεν πρέπει να γίνει το οικονομικό
Βατικανό της Ευρωζώνης, ένα κράτος εν κράτει, απ’ το οποίο θα εξαρτάται
όλο και περισσότερο το μέλλον της Ένωσης. Θα είναι ιστορικό λάθος αν ο
δρόμος που προτείνει η Γερμανία για την έξοδο απ’ την κρίση περνά όχι
μόνο μέσα απ’ τη δημοσιονομική λιτότητα, αλλά και απ’ τη λιτότητα στη
Δημοκρατία.
Έτσι θα αποτραπεί η χρεοκοπία
Μπορεί ακόμα η Ελλάδα να αποφύγει τη χρεοκοπία; Υπό ποιες προϋποθέσεις; Τι πρέπει να κάνει;
Προκειμένου να αποφευχθεί η πτώχευση και γενικότερα να αντιμετωπιστεί
ουσιαστικά η κρίση τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ευρώπη, πρέπει να
προηγηθεί η αναγνώριση και η αποκατάσταση της αλήθειας για τους λόγους
που αυτή ξέσπασε και συνεχίζει να βαθαίνει. Ένας σοφός μαθηματικός έλεγε
πως η βασικότερη προϋπόθεση για λύσει κανείς ένα πρόβλημα είναι να το
κατανοήσει αλλά, μέχρι αυτό να συμβεί, το πρόβλημα θα παραμένει άλυτο.
Μελετώντας την ιστορία της Ευρωζώνης μέσα από μέχρι προσφάτως
απόρρητα κρατικά έγγραφα αρκετών κρατών (ΗΠΑ, Γερμανίας, Ρωσίας,
Βρετανίας κ.λπ.) , διαπιστώνουμε πως το οικοδόμημα του ευρώ ήταν εξαρχής
ένα μείγμα εξυπηρέτησης οικονομικο-πολιτικών συμφερόντων, με αυτά της
Γερμανίας και της Γαλλίας να βρίσκονται σε κυρίαρχη θέση – ένα βιβλίο
μου για την κρυφή ιστορία της ΕΕ, βασισμένο και σε αυτά τα έγγραφα,
είναι ήδη υπό έκδοση. Πριν μιλήσουμε για τις ευθύνες μικρών κρατών για
τα όσα βιώνει η ΕΕ, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε αυτές των μεγαλύτερων.
Μελετώντας, απ’ την άλλη, τα τεκταινόμενα κατά τη διάρκεια της πρώτης
δεκαετίας του νέου αιώνα, διαπιστώνουμε πως της ευρωπαϊκής κρίσης
προηγήθηκαν άλλες «ξενόφερτες κρίσεις», για τις οποίες οι ευθύνες των
ΗΠΑ και της Βρετανίας ήταν πρωταρχικές, όπως σωστά επισήμανε η
καγκελάριος Μέρκελ. Η Ευρώπη πληρώνει το τίμημα αυτής της κρίσης πολύ
ακριβά και θα έπρεπε να ενωθεί περισσότερο και να αποκτήσει μεγαλύτερη
αλληλεγγύη για να αντιμετωπίσει τις συνέπειές της και όχι να διαιρεθεί
και να εισέλθει σε μια φάση ενός οικονομικού και πολιτικού «εμφύλιου
πολέμου», με τον κίνδυνο να αποδυναμωθεί και τελικά να διαλυθεί εξαιτίας
της. Αν οι Γερμανοί πραγματικά πιστεύουν πως η Ελλάδα –ή η Ιρλανδία, η
Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία κλπ- είναι το πρόβλημα κάνουν ένα
τραγικό λάθος. Ας το θυμούνται αυτό όταν γεμίζουν το ρεζερβουάρ του
αυτοκινήτου τους και θερμαίνουν το σπίτι τους με κόστος πέντε φορές
μεγαλύτερο απ’ ότι θα συνέβαινε αν οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να «απελευθερώσουν»
το Ιράκ.
Η κρίση έχει παγκόσμιες και πανευρωπαϊκές διαστάσεις και η
όποια λύση θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα από μια συλλογική και ειλικρινή
ευρωπαϊκή προσπάθεια, με χαρακτήρα αλληλεγγύης και όχι τιμωρητικό, δηλαδή
μέσα σ’ ένα πνεύμα διαφορετικό απ’ αυτό που έχει επιδείξει μέχρι
στιγμής η κυβέρνηση Μέρκελ. Όσον αφορά ειδικότερα στην Ελλάδα, πρέπει να
συμβούν τα ακόλουθα:
1) Να αναγνωριστεί επισήμως πως η
Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πύρινη λαίλαπα, της οποίας πολλές απ’
τις μεγαλύτερες εστίες προήλθαν απ’ το εξωτερικό της περιβάλλον. Αν η καγκελάριος Μέρκελ θεωρεί,
όπως έχει υποστηρίξει, ότι η παραποίηση τωνελληνικών στατιστικών
στοιχείων υπήρξε πράγματι συστατικό στοιχείο της κρίσης, τότε πρέπει να
συνδράμει ώστε να τιμωρηθούν συγκεκριμένα οι υπεύθυνοι γι’ αυτό και όχι
να τιμωρεί και να διασύρει έναν ολόκληρο λαό, ο οποίος δεν είχε καμία
απολύτως σχέση με αυτό το σκάνδαλο.
2) Να αναγνωριστούν επισήμως οι
πρωτοφανείς θυσίες, οι επιτυχίες αλλά και οι βλάβες που έχει υποστεί η
Ελλάδα τα τελευταία δυόμισι χρόνια στην προσπάθεια υλοποίησης των μέτρων
που της επιβλήθηκαν. Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε σε
βαθμό-ρεκόρ, οι μισθοί και οι συντάξεις υπέστησαν τις μεγαλύτερες
περικοπές που έγιναν ποτέ σε ανεπτυγμένη χώρα, οι φόροι αυξήθηκαν σε
επίπεδα- ρεκόραλλά και τα εργασιακά δικαιώματα δεκαετιών καταργήθηκαν
βάναυσα εν μια νυκτί, το επίπεδο ζωής και η αγοραστική δύναμη των
πολιτών συρρικνώθηκε περισσότερο από 50%, ο αριθμός των φτωχών και των
ανέργων εκτινάχθηκε στα ύψη, οι ευπαθείς και κατώτερες κοινωνικές ομάδες
συνετρίβησαν κ.λπ. όσο διαδίδεται και αναπαράγεται το, ιστορικών
διαστάσεων, πλέον ψέμα πως στην Ελλάδα δεν έχει συμβεί τίποτε απ’ την
αρχή της κρίσης και ότι οι «πλούσιοι Έλληνες» πρέπει να συνεχίζουν να
τιμωρούνται και τελικά να εξοντώνονται, τόσο η στήριξη στην Ελλάδα θα
γίνεται δυσκολότερη και η κρίση θα παρατείνεται.
3) Να
αναγνωριστεί επισήμως πως η ελληνική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό
τραπεζική και γι’ αυτό το λόγο η υπερβολική βοήθεια που παρέχεται στις
τράπεζες πρέπει είτε να σταματήσει και αυτές να αφεθούν να αναλάβουν τις
ευθύνες τους χωρίς να βαραίνουν άλλο το κράτος είτε η βοήθεια να
παρασχεθεί με ευρωπαϊκά κεφάλαια, ανεξάρτητα απ’ τον κρατικό δανεισμό
και χωρίς εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου.
Μέχρι στιγμής οι τράπεζες έχουν λάβει περί τα 90 δις ευρώ σε κρατικές
εγγυήσεις και δάνεια και, ακόμη κι αν αφαιρέσουμε τις απώλειές τους από
τη συμμετοχή τους στο PSI, η κρατική ενίσχυση προς αυτές αγγίζει το 90%
του ελληνικού ΑΕΠ. Είναι σαν η Γερμανία να παρείχε πακέτο στήριξης στις
τράπεζές της ύψους μεγαλύτερου των 2 τρις ευρώ. Πιστεύετε πως σε μια
τέτοια περίπτωση η γερμανική οικονομία δεν θα αντιμετώπιζε ύφεση; Το
ύψος της συνολικής κρατικής ενίσχυσης στις ελληνικές τράπεζες ως ποσοστό
του ΑΕΠ ίσως είναι το μεγαλύτερο που έχει δοθεί ποτέ διεθνώς και η
ελληνική κρίση εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως τραπεζική. Αυτό
πρέπει να αλλάξει άμεσα. Είναι άδικο να κατηγορούνται και να τιμωρούνται
οι πολίτες όσο σώζονται οι τράπεζες με τα δικά τους χρήματα και τις
δικές τους θυσίες.
Μελέτες από δεκάδες πανεπιστήμια, οικονομολόγους – πολλοί απ’ τους
οποίους είναι Γερμανοί-, οικονομικά ιδρύματα και πρόσφατα ακόμη και από
το ΔΝΤ δείχνουν πως η «συνταγή» της εξαντλητικής λιτότητας, χωρίς,
μάλιστα, δυνατότητα υποτίμησης, που ακολουθείται στην Ελλάδα είναι
καταστροφική. Η ίδια η παταγώδης αποτυχία όλων των προβλέψεων της ΕΕ και
του ΔΝΤ σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα και τις συνέπειές του είναι η
μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό. Η στατιστική, τα οικονομικά, οι αριθμοί
και η λογική έδειχναν απ’ την πρώτη στιγμή που εκπονήθηκε το πρόγραμμα
πως αυτό θα αποτύγχανε όχι εξαιτίας της αδυναμίας της Ελλάδας να το
εφαρμόσει, αλλά επειδή ήταν ανυπόφορα σκληρό και στραμμένο προς την
λάθος κατεύθυνση.
Παρ’ όλα αυτά, η γερμανική πολιτική ηγεσία αρνείται να παραδεχτεί την
πραγματικότητα, με την καγκελάριο Μέρκελ να κάνει ό,τι χειρότερο την
ιστορική αυτή στιγμή, δηλαδή να δρα με βάση τις δημοσκοπήσεις για την
δημοτικότητά της και όχι με βάση τις ανάγκες της Ευρωζώνης και των μελών
της. Χωρίς αναγνώριση –έστω και άτυπα- της λανθασμένης πολιτικής που
ακολουθείται στην Ελλάδα η κρίση δεν θα αρθεί.
Ένα παράδειγμα που έχω διαβάσει και νομίζω πως ταιριάζει στην
περίπτωση της Ελλάδας είναι πως η χώρα πάσχει ταυτόχρονα από πνευμονία
και διαβήτη και η θεραπεία για τις δύο αυτές ασθένειες είναι εντελώς
διαφορετική: Η πνευμονία απαιτεί ξεκούραση, βιταμίνες και σωστή σίτιση˙ ο
διαβήτης απαιτεί δίαιτα και άσκηση. Αν συνεχιστεί η προσπάθεια
θεραπείας του διαβήτη πριν θεραπευτεί η πνευμονία, η Ελλάδα θα πεθάνει
απ’ τη δεύτερη πριν προλάβει να θεραπευτεί απ’ τη πρώτη.
Η πολιτική της «αναπτυξιακής λιτότητας» είναι αυτή που πρέπει
να αντικαταστήσει την πολιτική της «εξαντλητικής λιτότητας» και,
μάλιστα, αυτό πρέπει να γίνει άμεσα, αν είναι να αποφευχθεί η κατάρρευση
και η καταστροφική πτώχευση της χώρας.
Η
Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Γι’ αυτό και πρέπει να
τεθούν «ανθρωπιστικά φρένα» και «κόκκινες γραμμές», όπου η υλοποίηση των
όποιων μέτρων έχουν αποφασιστεί θα «παγώνει» τουλάχιστον για
συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Οι περικοπές των δαπανών για την Υγεία
που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα είναι οι μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ
διεθνώς. Ο κόσμος χάνει την πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας και στα
φάρμακα και ασθένειες που είχαν εξαφανιστεί για εκατονταετίες κάνουν την
επανεμφάνισή τους. Σε λίγο η κατάσταση θα μοιάζει με θρίλερ
επιστημονικής φαντασίας. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα; Να τεθεί η χώρα
σε πανευρωπαϊκή καραντίνα, ώστε να μην μολυνθούν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι;
Είναι δυνατόν οι Γερμανικοί ιθύνοντες να αισθάνονται ικανοποιημένοι,
όταν ένας λαός βουλιάζει σε ανθρωπιστική κρίση;
Η Ελλάδα είχε εξαρχής το νομικό δικαίωμα και τη δυνατότητα να
προχωρήσει σε επιμήκυνση του χρέους της κατά είκοσι με τριάντα χρόνια
ώστε να έχει όλο το χρονικό περιθώριο να αντιμετωπίσει τα προβλήματά
της. Δεν το έπραξε εξαιτίας της απόφασης της τότε ελληνικής κυβέρνησης
να εμπιστευτεί περισσότερο το ΔΝΤ και την ΕΕ απ’ ό,τι την κοινή λογική
και να υποχωρήσει υπό την πίεση της γερμανικής κυβέρνησης σ’ ένα
παιχνίδι μεταφοράς των τραπεζικών απωλειών στα κράτη.
Εφόσον η Ελλάδα θυσίασε αυτό το μοναδικό νομικό πλεονέκτημα
ικανοποιώντας το αίτημα της γερμανικής κυβέρνησης, το μόνο λογικό είναι
να λάβει ως αντάλλαγμα αρκετό χρόνο, ώστε να μπορέσει να υλοποιήσει ένα
πρόγραμμα λιτότητας χωρίς να πεθάνει κατά τη διάρκεια της προσπάθειας.
Δεν είναι δυνατό το οποιοδήποτε πρόγραμμα «δημοσιονομικής εξυγίανσης»
να μην μπορεί να προσαρμοστεί χρονικά, έτσι ώστε στο μεσοδιάστημα να
μην υπάρξει η απόλυτη οικονομική και ανθρωπιστική καταστροφή και να μην
προκληθεί ένα οικονομικό και κοινωνικό ολοκαύτωμα.
Κλείνοντας, είναι απαραίτητο, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες να πουν
όλη την αλήθεια στους Ευρωπαίους πολίτες για τα όσα βιώνουν και όσα
αναμένεται να αντιμετωπίσουν στο κοντινό μέλλον. Είναι απαραίτητο να
γίνει μια πανευρωπαϊκή επανεκκίνηση πάνω σε ειλικρινείς βάσεις. Θα είναι
τραγικό λάθος αν επιτρέψουμε το μακάβριο «όνειρο» κάποιων για διάλυση
της Ευρωζώνης να γίνει πραγματικότητα.