Για
μια ακόμη φορά, η ΕΕ έτοιμάζεται για μια ακόμα σύνοδο κορυφής για την
αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη. Όμως και πάλι, είναι πιθανό να
υπολείπεται σημαντικά μιας πειστικής λύσης. Ένα μεγάλο βάρος πέφτει
στους ώμους των κουρασμένων και απογοητευμένων πια πολιτικών ηγετών. Το
ερώτημα είναι αν υπάρχει ελπίδα για επιτυχία.
Αυτό που χρειάζεται
είναι μια λύση τόσο πολιτικά εφικτή όσο και οικονομικά εφαρμόσιμη. Κάτι
τέτοιο υποννοεί όχι απλώς μια διέξοδο που βρίσκει σύμφωνη την πολιτική
ηγεσία αλλά και που θα έχει τουλάχιστον και την ανοχή των ίδιων των
ψηφοφόρων, κάτι που ανησυχεί πολύ την Άνγκελα Μέρκελ, ίσως την πιο
σημαντική πολιτικό της ευρωζώνης σήμερα. Η οικονομική βιωσιμότητα μιας
πιθανής συμφωνίας εξαρτάται από το βαθμό ελπίδας που θα προσφέρει για το
μέλλον, έτσι ώστε οι λαοί να ψηφίσουν κόμματα που να συνεχίζουν να
στηρίζουν την πορεία της χώρας τους στο κοινό νόμισμα.
Ας εξετάσουμε λοιπόν τρεις πιθανές λύσεις: ομοσπονδιακή Ευρώπη – το παρόν status quo – και τις περιορισμένες μεταρρυθμίσεις.
Ο γενικός στόχος των
προτάσεων για τραπεζική και δημοσιονομική ένωση, μέσω των ευρωομολόγων,
σε συνδυασμό με μεγαλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία, είναι να επιλυθούν
τα προβλήματα της εύθραυστης ευρωζώνης σήμερα. Είναι προφανές ότι τα
μέτρα αυτά προσελκύουν το ενδιαφέρον οπαδών της ευρωπαϊκής ιδέας και
εκείνων που θέλουν τους άλλους να πληρώνουν για τις συνέπειες των λαθών
του παρελθόντος.
Αν κάποιος ήθελε να
υποστηρίξει αυτές τις προτάσεις, θα πρέπει να προβάλλει το επιχείρημα
ότι το σύνολο θα είναι ισχυρότερο από το άθροισμα των μερών. Θα πρέπει
να δηλώσει ότι δεν είναι θέμα πίεσης προς τη Γερμανία ή την Ολλανδία να
ξελασπώσουν τους σπάταλους εταίρους τους. Αντίθετα είνα θέμα ισχύος εν
τη ενώσει. Εξάλλου η ευρωζώνη στο σύνολό της είναι σε καλύτερη
δημοσιονομική κατάσταση από τις ΗΠΑ. Μαζί, όλοι μπορούν να επωφεληθούν
από τα χαμηλά επιτόκια που απολαμβάνουν οι ΗΠΑ. Ομοίως, αν η ασφάλιση
προσφέρεται στις τράπεζες συλλογικά, αντί μεμονωμένα από αδύναμες χώρες
που δεν είναι πλέον πλήρως κυρίαρχες, το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης
θα ήταν ισχυρότερο, επειδή οι τράπεζες στις πιο αδύναμες χώρες θα
γινόντουσαν και αυτές πιο ισχυρές. Τέλος, με τον τρόπο αυτό, η χειρότερη
από τις τρέχουσες φορολογικές κρίσεις θα επιλύνονταν, δίνοντας στα
δοκιμαζόμενα μέλη της ευρωζώνης την ελευθερία να διαχειριστούν τις
άμεσες προκλήσεις.
Τώρα σκεφτείτε μια
συνέχιση του status quo – τα πράγματα ως έχουν δηλαδή, χωρίς περαιτέρω
μεταρρυθμίσεις. Αυτό θα σήμαινε κατά πάσα πιθανότητα μια σειρά από
σπαζοκεφαλιές: η έγκαιρη διάσωση της Ισπανίας, νέα προβλήματα με την
Ελλάδα, ενδεχομένως η αδυναμία να αντιμετωπισθεί το ιταλικό δημόσιο
χρέος. Και, ο μόνιμος κίνδυνος τραπεζικού πανικού ειδικά προς τις
αδύναμες τράπεζες. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προσαρμογής στην
ευρωζώνη, τέτοιες κρίσεις ενδέχεται να διαρκέσουν χρόνια.
Αυτή η μιζέρια θα
μπορούσε τουλάχιστον να είναι βιώσιμη; Σε αυτό θα μπορούσε κανείς να
τολμήσει να φανεί αισιόδοξος. Η έξοδος από το ευρώ θα είναι πολύ
δύσκολη: σημαίνει μια τεράστια αναστάτωση με αβέβαιο οικονομικό και
πολιτικό όφελος. Αυτό δημιουργεί μεγαλή λαϊκή ανοχή στη δυστυχία. Αλλά
υπάρχουν δύο (σίγουρα αλληλένδετες) απειλές σε έναν τέτοιου είδους
εφησυχασμό. Η πρώτη, ήδη προφανής στην Ελλάδα, είναι η αποσύνθεση του
πολιτικού συστήματος και η άνοδος του εξτρεμισμού. Η δεύτερη είναι η
πιθανότητα χρεοκοπίας του δημόσιου τομέα που φέρνει μαζί της μια
κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.
Η πλήρης ομοσπονδιακή
λύση παραείναι προχωρημένη και η τρέχουσα πορεία πολύ λίγη για να
ικανοποιήσει τις τρέχουσες ανάγκες. Αυτό αφήνει αναπάντητο το ερώτημα
του κατά πόσον είναι δυνατόν να εφαρμοστεί κάτι ενδιάμεσο. Αυτό φαίνεται
να είναι προς το συμφέρον όλων, σε σύγκριση τουλάχιστον με την
κατάρρευση του ευρώ. Εδώ τα κρίσιμα στοιχεία φαίνεται να είναι: 1)σαφή
σχέδια για την διάλυση τραπεζών σε μεγάλο βαθμό εις βάρος των πιστωτών,
αντί της προσφυγής σε ανακεφαλαιοποίηση από επιβαρημένα κράτη - μια
προσέγγιση που θα μοίραζε τα βάρη ανάμεσα σε πιστωτές και οφειλέτες 2)
μια ισχυρή δέσμευση για οικονομική προσαρμογή με προοπτική σε ολόκληρη
την ευρωζώνη, αντί για τη σημερινή κατάσταση που εστιάζει αποκλειστικά
στους οφειλέτες 3) αναγνώριση από την ΕΚΤ των υποχρεώσεων της να
στηρίξει τη ζήτηση 4) ουσιαστικοί όροι χρηματοδότησης που θα δώσουν στις
κυβερνήσεις που έχουν δεσμευτεί προς την πορεία των μεταρρυθμίσεων τη
δυνατότητα να διαχειρίζονται τις οικονομίες τους, χωρίς την απειλή της
καταστροφής.
Πώς λοιπόν βλέπουν
αυτές τις επιλογές οι βασικοί εταίροι της ευρωζώνης; Η 'προθυμία' να
αποδεχθούν απώλειες από τα (άσχημα έως καταχρηστικά) δάνεια που έχουν
συνάψει θα αποτελούσε μια καλή αρχή. Η κριτική οφείλει να αρχίζει
εξάλλου στο εσωτερικό της χώρας. Ένα ακόμα θετικό βήμα θα ήταν η
εντατικοποίηση χάραξης πολιτικών που ταιριάζουν και έχουν νόημα για τη
Γερμανία, όπως αύξηση των μισθών, αύξηση της ζήτησης και ακόμη υψηλότερο
πληθωρισμό. Όμως, οι ελλειμματικές χώρες πρέπει επίσης να αποδεχθούν
ότι η ομοσπονδιακή-τύπου διάσωση απλά δεν είναι διαθέσιμη. Δεν πρέπει να
αναμένουν τη σωτηρία από τις συνόδους κορυφής αλλά από τους εαυτούς
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου